Monday, April 27, 2009

Μια ημέρα απο τη ζωή ενός Αθηναίου




Στην Αθήνα η μέρα αρχίζει όπως στη φύση, με την ανατολή του ήλιου. Στον Αθηναίο δεν άρεσε η τεμπελιά. Πλούσιος ή φτωχός, σηκωνόταν μόλις φώτιζε η μέρα. Αλλιώς ούτε ήταν δυνατό. Η ζωή της Αθήνας ήταν έτσι ρυθμισμένη, που εκείνος που θα επέτρεπε στον εαυτό του να τεμπελιάσει τις πρώτες ώρες της μέρας δεν θάβρισκε κανέναν στο σπίτι. Όταν ο Ιπποκράτης ήθελε να περάσει από τον Σωκράτη να τον πάρει για να κάνουν μαζί μια επίσκεψη στον Πρωταγόρα, που είχε έρθει στην Αθήνα, πήγε στον Σωκράτη πριν από την ανατολή του ήλιου, κι όπως λεει ο Πλάτωνας "έκανε μεγάλη φασαρία χτυπώντας τη θύρα με ένα ραβδί". Ο Σωκράτης κοιμόταν. Ο Ιπποκράτης τον σήκωσε απ' το κρεβάτι και επέμεινε να πάνε χωρίς καθυστέρηση. Αλλά ο φιλόσοφος του απάντησε: "Όχι, είναι πολύ νωρίς. Να πάμε όταν φέξει". Μόλις φάνηκαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Καλλία, όπου είχε καταλύσει ο Πρωταγόρας. Όταν όμως έφτασαν εκεί, βρήκαν το σπίτι γεμάτο καλεσμένους.
Ο Πρωταγόρας έκανε περίπατο στη στοά μαζί με τον Καλλία και τους ακολουθούσε μια ομάδα ξένων, που είχαν έρθει από άλλες πόλεις, ακολουθώντας τα ίχνη του Πρωταγόρα. Στην άλλη άκρη της στοάς ένας άλλος σοφιστής, ο Πρόδικος, ήταν ακόμα ξαπλωμένος και σκεπασμένος με την κουβέρτα στο δωμάτιο, που είχε μετατραπεί σε κοιτώνα εξαιτίας των πολλών καλεσμένων, και συζητούσε κι αυτός για κάτι, αλλά ο Σωκράτης δεν κατάφερε να μάθει για ποιο πράγμα γινόταν λόγος γιατί ο Πρόδικος μιλούσε πάρα πολύ σιγανά.Έτσι, λοιπόν, ο Αθηναίος έκανε τις επισκέψεις του την αυγή. Η πρωινή προετοιμασία των Αθηναίων δεν ήταν και τόσο πολύπλοκη. 'Έπλεναν μονάχα το πρόσωπο και τα χέρια, έπειτα ντύνονταν και έβγαιναν.

Ενδυμασία
Συνήθως πιστεύουν ότι οι Έλληνες ντύνονταν στα λευκά, αλλά αυτή η γνώμη είναι λαθεμένη. Το πλήθος στην Αθήνα παρουσίαζε μια εικόνα πολύ γραφική, που δεν έμοιαζε καθόλου με μια μονότονη πομπή λευκών μορφών. Η ενδυμασία ήταν κατασκευασμένη από υφάσματα με ζωηρά χρώματα, κάποτε μάλιστα από πολλά χρώματα (ειδικότερα η ενδυμασία των νέων) : πορφυρό, κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο. Στους άντρες δεν άρεσε το κίτρινο χρώμα, το θεωρούσαν καλό μόνο για τις γυναίκες. Τα λευκά ενδύματα στολίζονταν με μια λωρίδα χρωματιστή. Το κύριο αντικείμενο της αντρικής ενδυμασίας ήταν ο χιτώνας, που τον φορούσαν κατάσαρκα. Ο χιτώνας δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κομμάτι πανί, με τρύπες για τα χέρια, που το έπιαναν στον έναν ώμο με πόρπη. Το μήκος του χιτώνα ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή. Στην αρχή ήταν πολύ μακρύς, μα αργότερα άρχισαν να τον σφίγγουν στη μέση με ένα κορδόνι και έτσι έφτανε ως τα γόνατα. Κάποτε στο χιτώνα έβαζαν και μανίκια. Οι χιτώνες, που προορίζονταν για τους υπηρέτες, τους βιοτέχνες, τους στρατιώτες και τους δούλους είχαν μια τρύπα, μονάχα για το αριστερό χέρι, ο δεξιός ώμος έμενε ακάλυπτος. Πάνω από το χιτώνα οι Αθηναίοι φορούσαν ένα είδος μανδύα ή πελερίνα που το έλεγαν ιμάτιο. Τη μια άκρη του ιματίου την έσφιγγαν στο στήθος κάτω από την αριστερή μασχάλη, ενώ το υπόλοιπο το έριχναν στην πλάτη, πάνω από τον αριστερό ώμο, περνώντας το κάτω ή πάνω από το δεξί χέρι και ξαναπερνώντας το πάνω από τον αριστερό ώμο έτσι που η άλλη άκρη να κρέμεται στην πλάτη. Ένα ιμάτιο για να θεωρείται σεμνό έπρεπε να καλύπτει τα γόνατα, αλλά να μη φτάνει ως τους αστράγαλους.Υπήρχε και ένας κοντός μανδύας, πιασμένος με μια πόρπη κάτω απ' το λαιμό και αφημένος να πέφτει ελεύθερα πάνω απ' τους ώμους και τις πλάτες. Αυτή η πελερίνα ονομαζόταν χλαμύδα και τη φορούσαν στον πόλεμο, στο κυνήγι και στα ταξίδια. Στην Αθήνα η χλαμύδα ήταν το συνηθισμένο ένδυμα της νεολαίας.Το κεφάλι έμενε ακάλυπτο. Οι Έλληνες φορούσαν κάλυμμα μόνο όταν έβγαιναν έξω απ' την πόλη για να προστατεύουν το κεφάλι τους από τη ζέστη και τη Βροχή. Στους δρόμους της Αθήνας μπορούσε να συναντήσει κανείς με κάλυμμα μόνο ταξιδιώτες ή ανάπηρους. Κανένας δεν μπορούσε να φαντασθεί τον Πλάτωνα ή τον Δημοσθένη να διασχίζει την Αγορά με κάλυμμα στο κεφάλι.Υπήρχαν ορισμένα είδη καλύμματος λευκά ή καφέ. ο πίλος ήταν ένα είδος καλύμματος από πίλημα με πολύ μικρούς γύρους ή και χωρίς γύρους και ο πέτασος ένα αληθινό καπέλο από πίλημα, ίσιο στην κορυφή, με μια κορδελίτσα. Η κορδελίτσα είχε σκοπό να σφίγγει καλά τον πέτασο κάτω από το σαγόνι ή να τον κρατάει όταν τον έβγαζαν και τον έριχναν πίσω στις πλάτες. Η κυνή ήταν ένα κάλυμμα χωρίς γύρους, δηλαδή ένας απλός στρογγυλός σκούφος, από δέρμα σκυλιού.

Κόμη
Οι Έλληνες είχαν πυκνά μαλλιά. Δεν έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. τα έκοβαν έτσι που να καλύπτουν το κεφάλι, αλλά να μη φτάνουν ως τους ώμους. Μερικοί κομψευόμενοι νεανίες, σαν τον Αλκιβιάδη π.χ., είχανε μακριούς Βοστρύχους χτενισμένους με φροντίδα. Οι αθλητές, αντίθετα, έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. Εκτός απ' τους κομψευόμενους νέους, Βοστρύχους άφηναν και οι φιλόσοφοι, αυτό ήταν άλλωστε το διακριτικό τους γνώρισμα.



Υποδήματα
Στα πόδια οι Έλληνες φορούσαν σανδάλια, που τα 'δεναν με δερμάτινους ιμάντες, αλλά υπήρχαν κι άλλοι τύποι υποδημάτων, όπως μπότες, άρβυλα και σκαρπίνια. Τα υποδήματα τα κατασκεύαζαν από δέρμα λευκό, μαύρο ή ερυθρό και συχνά ήταν πολύ κομψά, κυρίως αυτά που φορούσε ο Αθηναίος όταν πήγαινε επίσκεψη ή ήταν καλεσμένος σε τραπέζι. Ακριβώς η υπόδηση ήταν το αντικείμενο όπου εκδηλωνόταν η φαντασία των κομψών Αθηναίων. Μας είναι γνωστοί μερικοί τύποι υποδημάτων που συνδέονται με το όνομα ορισμένων προσώπων. ΟΙ Αθηναίοι είχαν να λένε για τα "υποδήματα του Αλκιβιάδη", και για τα "άρβυλα του Ιπποκράτη". Γενικά τα υποδήματα γίνονταν από δέρμα, αλλά κάποτε τα έφτιαχναν κι από πίλημα, όπως τα καλύμματα της κεφαλής. Μερικοί κομψευόμενοι στόλιζαν τα υποδήματά τους με χρυσό και ασήμι.Τα μαύρα υποδήματα τα στίλβωναν με σφουγγάρι. Σχετικά με το στίλβωμα των υποδημάτων έφτασε ως εμάς το εξής διασκεδαστικό ανέκδοτο: ένας Αθηναίος συναντήθηκε στο δρόμο με έναν γνωστό του και παρατήρησε ότι τα υποδήματά του ήταν θαυμάσια στιλβωμένα. Απ' αυτό έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο φίλος του περνάει οικονομικές δυσκολίες και ήταν υποχρεωμένος να λουστρίζει μόνος του τα υποδήματά του, γιατί ένας δούλος δεν θα του τα λούστριζε ποτέ τόσο καλά. Στο σπίτι οι Αθηναίοι πάντα γυρνούσαν ξυπόλητοι. Οι δρόμοι όμως είχαν τέτοιες βρωμιές, που ήταν απόλυτη ανάγκη να προφυλάγει κανένας τα πόδια του. Άλλωστε αυτό ήταν και ζήτημα διάθεσης και συνήθειας. Οι ψημένοι άνθρωποι της παλιάς σχολής, όπως ο Σωκράτης ή ο Φωκίωνας, γυρνούσαν ξυπόλητοι και στους δρόμους. Ο Σωκράτης δεν φορούσε υποδήματα ούτε το χειμώνα.Η περιβολή των Αθηναίων συμπληρωνόταν με ένα δαχτυλίδι κι ένα ραβδί. Τα δαχτυλίδια με γλυφές χρησιμοποιούνταν και σαν κόσμημα και σαν σφραγίδα. Μερικοί φορούσαν μάλιστα πολλά δαχτυλίδια. Το ραβδί ήταν ένα εξάρτημα απόλυτα υποχρεωτικό, η τελευταία λέξη της κομψότητας, για να εκφραστούμε έτσι, που ολοκλήρωνε την εμφάνιση του Αθηναίου. Ούτε περνούσε από το μυαλό ενός σεβαστού πολίτη να βγει στο δρόμο χωρίς ραβδί.Έτσι ο Αθηναίος ήταν έτοιμος να βγει. Δεν του έμενε παρά το πρόγευμα. Το φαγητό τού έτρωγε πολύ λίγο χρόνο. Μερικά κομματάκια ψωμί βουτηγμένα σε κρασί, αυτό ήταν όλο κι όλο το πρωινό του φαγητό. Οποιαδήποτε κι αν ήταν τα ελαττώματά του, η λαιμαργία δεν περιλαμβανόταν σ' αυτά.Ύστερα απ' αυτό το πρόγευμα, ο Αθηναίος έβγαινε στην πόλη. Τον ακολουθούσαν δύο δούλοι: αυτοί θα μετέφεραν τα ψώνια ή θα πήγαιναν κάποια είδηση στο σπίτι ή σε κάποιον φίλο. Αν δεν ήταν πολύ πλούσιος, τον ακολουθούσε ένας δούλος. Κι αν δεν είχε τη δυνατότητα να διατηρεί έστω κι έναν δούλο, θα συμφωνούσε έναν αχθοφόρο στην αγορά, όπου πρώτα πρώτα θα κατευθυνθεί.


Συμπεριφορά
Οι Αθηναίοι ήταν πολύ απαιτητικοί στα ζητήματα της καλής συμπεριφοράς. Δεν τους άρεσαν οι νευρικοί ή οι βιαστικοί και δεν υπέφεραν την υπεροψία. Την έπαρση, το αλαζονικό περπάτημα, οι Αθηναίοι τα κατέκριναν. μα δεν επαινούσαν και το βιαστικό περπάτημα. Δεν θεωρούνταν αξιοπρεπές για έναν άντρα να ρίχνει το βλέμμα του παντού, όπως δεν θεωρούνταν ωραίο να βαδίζει κανείς με τα μάτια χαμηλωμένα στη γη και με ύφος λυπημένο.Συνεπώς, είναι άπρεπο να βαδίζεις γρήγορα και να μιλάς δυνατά. Κατά τον Αριστοτέλη, ένας που σέβεται τον εαυτό του κινείται ήσυχα, μιλάει σιγανά κι ήρεμα. Ο Θεόφραστος χαρακτηρίζει έτσι τον ανάγωγο.

Η αγορά
Ο Αθηναίος θα περάσει από τις κιονοστοιχίες που στολίζονται με τα αγάλματα των επιφανών ανδρών της πόλης και θα φτάσει μπροστά στην αγορά τροφίμων. Στις ελληνικές πόλεις η αγορά δεν ήταν ένας τόπος αποκλειστικά για τους εμπόρους. Στην αγορά της Αθήνας βρίσκονταν τα κύρια δημόσια καταστήματα: η Βουλή, τα δικαστήρια, οι ναοί, το αρχείο, καθώς και δενδροστοιχίες από πλατάνια και λεύκες.Οι αγρότες της Αττικής πάνε στην αγορά πριν ξημερώσει σαλαγώντας γίδια και κατσίκια, ή κουβαλώντας σ' ένα ξύλο στηριγμένο στον ώμο λαγούς και τσίχλες με τις φτερούγες γυρισμένες προς το ράμφος. Οι ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων που ήταν γύρω από την πόλη, έστελναν τα προϊόντα τους για ανταλλαγή. Από τον Πειραιά και το Φάληρο έφταναν ψαράδες. στα καλάθια τους έφερναν τόνο, από τον Εύξεινο Πόντο χέλια, που τα αγαπούσαν πάρα πολύ οι Αθηναίοι, και μπαρμπούνια από το Αρχιπέλαγος.Από τα μικρομάγαζα και τα μαγειρεία των πραματευτάδων σκορπάει στον καθαρό πρωινό αέρα το άρωμα των ώριμων φρούτων, η οσμή του θυμιάματος, η μυρωδιά από τα δέρματα, το τουρσί, την ώριμη μελιτζάνα, το πηγμένο αίμα, το κρασί, την πρασινάδα, κι απ' τις αρμάθες των ζεστών κουλουριών, που τραβούν τη ματιά των πεινασμένων αγοραστών.Ο θόρυβος σε ξεκουφαίνει. το πλήθος κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Αριστοφάνης μάς παρουσιάζει μέσα σ' αυτό το πλήθος έναν αλλαντοπώλη που πουλάει ζεστά λουκάνικα με την τάβλα κρεμασμένη από το λαιμό και μερικούς "επόπτες" της αγοράς, τους ονομαζόμενους αγορανόμους, που παρακολουθούν αν τηρούν οι έμποροι τις διατάξεις του νόμου. Αυτοί φροντίζουν τα ψωμιά να είναι όσο χρειάζεται μακριά και να μην καταβρέχουν οι έμποροι τα ψάρια με νερό.Οι φτωχές γυναίκες ήρθαν με φύλλα για πίτες ή με στεφάνια από λουλούδια. Στο μέρος πάλι που πουλούν τα οπωρικά και τα λαχανικά μπορεί να δει κανείς τη μάνα του Ευριπίδη, που, όπως μας διαβεβαιώνει ο Αριστοφάνης, ήταν μια απλή λαχανοπώλισσά. Πουλούσε σουσάμι, κρεμμύδια, όσπρια και σύκα.Η αγορά είναι τακτοποιημένη με ένα ορισμένο σχέδιο. Για κάθε λογής προϊόντα είχαν καθορίσει ειδικούς χώρους. Ο αγοραστής ξέρει πού ακριβώς θα βρει ψωμί και ψάρια, τυρί σε πλεχτά καλαθάκια, λαχανικά και λάδι, ξέρει πού θα βρει να συμφωνήσει μια χορεύτρια ή μάγειρα για ένα συμπόσιο. Αν θέλει να συναντηθεί με τους φίλους του στην αγορά, θα τους πει με βεβαιότητα: "στο ιχθυοπωλείο" "στο τυροπωλείο" "στα σύκα".Οι πωλητές κι οι πραματευτάδες άπλωναν το εμπόρευμά τους στο ύπαιθρο ή σε μερικές παράγκες από κλαδιά ή καλάμια πλεχτά, που το απόγευμα τις χαλούσαν. Γύρω από την αγορά ήταν πολλά καταστήματα που κατείχαν ειδικά κουρείς, αρωματοπώλες, σαγματοποιοί και οινοπώλες. Πολύ κοντά σ' αυτά βρίσκονταν κάθε λογής εργαστήρια. Οι αργυραμοιβοί, που τους ονόμαζαν τραπεζίτες, στέκονταν στην αγορά μπροστά σε ένα ειδικό τραπέζι. Προς την πλευρά του Κολωνού συγκεντρώνονταν άνθρωποι ελεύθεροι που ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα και ήθελαν να συμφωνήσουν για μερικές ώρες δουλειά, το περισσότερο για μια μέρα ή ως τη δύση του ήλιου. Αργότερα (αρχίζοντας από τον 5ο αιώνα) στις ελληνικές πόλεις οικοδομήθηκαν ειδικά κτίρια για αγορές. Τον καιρό του Περικλή υπήρχε στην Αθήνα μια αίθουσα για αλεύρι στον Πειραιά, ένα κτίριο όπου είχαν εκτεθειμένα δείγματα εμπορευμάτων.Η γυναίκα, αν ήταν πλούσια ή και απλώς εύπορη, δεν πήγαινε ποτέ στην αγορά ούτε έστελνε τις υπηρέτριές της. Όλα τα ψώνια τής τα έκανε ο άντρας. Συχνά μπορούσε να δει κανείς έναν στρατιώτη, πάνοπλο, να αγοράζει σαρδέλες ή σύκα. Δεν συναντήθηκε η Λυσιστράτη με μερικούς αξιωματικούς του ιππικού, που είχαν γεμίσει τις περικεφαλαίες τους με βραστά λαχανικά;Όπως είπαμε, στη ζωηρή αγορά της Αθήνας μπορούσαν να συναντηθούν κάθε λογής άνθρωποι, πλούσιοι και φτωχοί. Να ένας ανάπηρος, πελάτης του ρήτορα Λυσία που ζει με τη σύνταξη που του πληρώνει το κράτος. Γύρω του έχουν μαζευτεί μερικοί πλούσιοι νέοι. Τα καυστικά, τα δηκτικά του αστεία τούς διασκεδάζουν. Ένας χωριάτης κουβαλάει στην πλάτη ένα σακί, μέσα από το οποίο ακούονται να γρυλίζουν μερικά γουρουνάκια. τώρα παραμέρισε από το δρόμο για να περάσει ένας στρατηγός. Δαμαστές φιδιών συναγωνίζονται με τους ιδιοκτήτες άλλων εξημερωμένων ή άγριων ζώων. μια ομάδα εύθυμων θεατών πηγαίνουν από τους θαυματοποιούς και τους ταχυδακτυλουργούς σ' αυτόν που καταπίνει σπαθιά και αναμμένα ξύλα.Τα αγαλματάκια από οπτή γη (τερακότα) μας παρουσιάζουν ορισμένους συνηθισμένους τύπους των ελληνικών δρόμων: Ένας μάγειρας δούλος με ξυρισμένο κεφάλι κρατάει με το ένα χέρι ένα πινάκιο και με το άλλο βάζει κάτι στο στόμα.Άλλοι μάγειροι φορτώνουν από την αγορά κουνέλια και καλάθια με σταφύλια. Ένας χωριάτης κατέβηκε στην πόλη. Ο δρόμος είναι μακρύς, γεμάτος σκόνη, ο ήλιος καιει αλύπητα κι ο προβλεπτικός οδοιπόρος πήρε μαζί του ένα αγγείο με νερό. Τυλιγμένο με φροντίδα με τη χλαμύδα, ένα παιδάκι κάνει περίπατο κρατώντας το χέρι μιας γριάς και καμπούρας παραμάνας. Ένα κοριτσάκι βαδίζει μαζί με τη μητέρα του. σηκώνει το κεφάλι προς αυτήν και τη ρωτάει για όλα όσα βλέπει γύρω του. Για να μη χαθεί κρατιέται από την άκρη του ιματίου της μητέρας του.Πηγαίνοντας από τον ένα έμπορο στον άλλο, ο Αθηναίος διαλέγει τα τρόφιμα και τα στέλνει στην κατοικία του με το δούλο. Ο αέρας είναι γεμάτος από τις φωνές των πραματευτάδων που διαλαλούν τα εμπορεύματά τους: "άιντε στο ξίδι", "αγοράστε λάδι!", "ξεχάσατε να πάρετε κάρδαμο!", "νέε μου, ορκίζομαι στην Αφροδίτη πως η αγαπημένη σου στολισμένη με το στεφανάκι αυτό, θα γίνει ακόμα ομορφότερη!", "κρέας ψητό, μισός οβολός το κομμάτι!".Κάθε πράγμα και κάθε άνθρωπος έχουν τιμή. Σε μερικές συνοικίες μπορείς να βρεις ό,τι υπάρχει για πούλημα στην Αθήνα: "Σύκα, συκοφάντες, σταφύλια κι αχλάδια, γογγύλια, τριαντάφυλλα, εφευρέσεις, μούσμουλα και μήλα. Κοιλιά βραστή φρέσκο τυρί και μέλι, γλυκό, μπιζέλια και ψηφοδόχες, μύρτο, υάκινθο και μάρτυρες για δίκη".Όποιος επιθυμεί μπορεί να ντυθεί από το κεφάλι ως τα πόδια και μάλιστα εδώ, στην αγορά. Ο έμπορος των έτοιμων ενδυμάτων πουλάει για δώδεκα δραχμές (το πιο μικρό ασημένιο νόμισμα στην Αθήνα ήταν ο οβολός. Έξι οβολοί έκαναν μια δραχμή. Μια μνα είχε εκατό δραχμές. Εξήντα μνες κάναν ένα τάλαντο, που δεν ήταν πια νόμισμα αλλά μονάδα μέτρησης και υπολογισμού) το ιμάτιο και για οκτώ δραχμές ο υποδηματοπώλης προσφέρει κάθε χρώματος σανδάλια.Ο πιο ενδιαφέρων όμως κι ο πιο ελκυστικός τομέας της αγοράς ήταν τα ιχθυοπωλεία. Η αδυναμία των Αθηναίων ήταν το ψάρι, όχι το κρέας. Απ' όλους τους πραματευτάδες, οι πιο ανεξάρτητοι ήταν οι ιχθυοπώλες, για να μην πούμε οι πιο αυθάδεις. Ένας κωμωδιογράφος τους ονομάζει "ληστές", ένας άλλος "λωποδύτες της νύχτας"... Ζητούν για το εμπόρευμά τούς όσα θέλουν. Αν τους απαντήσεις ότι είναι πολύ ακριβά, ακούς να σου λένε κοφτά: "Αυτή είναι η τιμή, αν δεν σου αρέσει, δρόμο!". Δεν θα δίσταζαν να ζητήσουν ακόμα πιο μεγάλη Τιμή αν κατάφερναν να κρατήσουν τα ψάρια φρέσκα. Αλλά οι προνοητικοί αγορανόμοι δεν τους επιτρέπουν να τα Βρέξουν με νερό.Όταν όμως φοβάται μη του χαλάσει το ψάρι, ο ψαράς Βιάζεται να το πουλήσει και δεν ζητάει εξαιρετικά μεγάλη Τιμή. Μια μέρα ένας Αθηναίος ζαλίστηκε και λιποθύμησε στην αγορά. 'Ένας ιχθυοπώλης ήθελε να τον Βοηθήσει για να συνέλθει κι έχυσε απάνω του ένα αγγείο με νερό. Πράγματι ο διαβατής συνήλθε, αλλά όταν ο έμπορος άδειασε το αγγείο με το νερό, ράντισε όλους τους γειτόνους κι όλους όσοι Βρέθηκαν εκεί τυχαία. Οι αγορανόμοι που ήρθαν τρέχοντας διαπίστωσαν ότι και το δοχείο με τα ψάρια γέμισε ως τη μέση νερό και τα ψάρια ζωντάνεψαν κι άρχισαν να κουνούν τις ουρές τους. Αυτή τη φορά η παράβαση των νόμων είχε ελαφρυντικά και στους αγορανόμους δεν έμεινε τίποτε άλλο να κάνουν, παρά μόνο να τον διατάξουν να αδειάσει αμέσως το νερό από το δοχείο, πράγμα που έκανε. ο έμπορος είχε πετύχει άλλωστε το σκοπό του! Ο περαστικός που είχε λιποθυμήσει τα 'χε συμφωνήσει για δύο οβολούς! Για να πουλιέται όσο το δυνατόν πιο φρέσκο το ψάρι, ο ερχομός στην αγορά ενός κάρου φορτωμένου ψάρια γινόταν γνωστός στους Αθηναίους με το χτύπημα μιας ειδικής καμπάνας. Διηγούνται πως την ώρα που ένας μουσικός έπαιζε ορισμένα τραγούδια για μια ομάδα φίλων που είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι του, το οποίο Βρισκόταν κοντά στην αγορά, ακούστηκε ο ήχος της καμπάνας του ψαράδικου. .Όλοι οι φίλοι σηκώθηκαν ευθύς και τρέξαν για την αγορά, εκτός από ένα μισόκουφο γέρο. Ο μουσικός πλησίασε τον γέροντα τότε και του είπε: "Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ, είσαι ο μόνος άνθρωπος που τηρείς τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και δεν με εγκατέλειψες στο άκουσμα της καμπάνας". "Τι είναι;" του απάντησε ο γέρος. "Είπες ότι ακούστηκε η καμπάνα του ψαράδικου; Ευχαριστώ! Καλή αντάμωση". Κι έφυγε βιαστικός, ακολουθώντας τα ίχνη των άλλων.Τις πρώτες ώρες του πρωινού ο Αθηναίος λογάριαζε ότι δεν έπρεπε να λείψει από την αγορά. Αν δεν περίμενε ξένους, περιοριζόταν να αγοράσει τα συνηθισμένα τρόφιμα που ο δούλος τα πήγαινε στο σπίτι. Αν όμως είχε καλεσμένους τα πράγματα μπερδεύονταν. Τα ψάρια, το κρέας, τα λαχανικά έπρεπε να διαλεχτούν με ξεχωριστή φροντίδα.

Το φαγητό
Τώρα δεν του έμεινε πια παρά μόνο να συμφωνήσει μια χορεύτρια, αυλητές και ένα μάγειρα, έναν απ' αυτούς τους τεχνίτες που έμαθαν στις Συρακούσες την τέχνη της παρασκευής φαγητού. Τους μάγειρους μπορούσε να τους Βρει κανείς κάθε μέρα σε ένα ορισμένο μέρος της αγοράς. 'Έπαιζαν ρόλο αρκετά σημαντικό στη ζωή της πόλης, αν κρίνουμε από το πλήθος τις ειρωνείες που αφθονούν στις αρχαίες κωμωδίες. Ο τύπος του μάγειρα είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς της ελληνικής κωμωδίας. Τον παρουσιάζουν σαν ψεύτη, κλέφτη, φαγά και φαφλατά. Ο Ξενοφώντας ήταν αγανακτισμένος από το πλήθος των λεπτεπίλεπτων φαγητών που μαγείρευαν στον καιρό του, ο Πλάτωνας έδιωξε, χωρίς δισταγμό, από την Πολιτεία του όλους τους μαγείρους. Οι Σπαρτιάτες λογάριαζαν ίσως πως το λεπτό γούστο για το φαγητό οδηγεί στην εξασθένηση του κράτους, γι' αυτό δεν έπαιρναν παρά μόνο μάγειρους που μαγείρευαν τα πιο απλά φαγητά από κρέας, ενώ εκείνους που δοκίμαζαν να καθιερώσουν καινούργια φαγητά τούς έδιωχναν από την πόλη.Αφού τελείωνε όλες τις δουλειές, δηλαδή ανάμεσα στις 1011 το πρωί, ο Αθηναίος κατευθυνόταν σε μια από τις στοές που ήταν γύρω από την αγορά, όπου συναντιόταν με τους φίλους του.


Χαιρετισμοί
Όταν συναντιόντουσαν δυο γνωστοί χαιρετιόνταν με μια κίνηση του χεριού. Δεν ταίριαζε να υποκλιθείς, να προσκυνήσεις κάποιον, γιατί οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας θα το θεωρούσαν αυτό υπόλειμμα του καιρού της τυραννίας. Οι Αθηναίοι έδιναν το χέρι μονάχα όταν ορκίζονταν ή στους επίσημους αποχωρισμούς. Ο συνηθισμένος χαιρετισμός ήταν "Χαίρε!", που συνοδευόταν ορισμένες φορές από μια παρατήρηση για τον καιρό. Είναι γνωστοί επίσης και άλλοι τύποι χαιρετισμών: "Υγίαινε!", "Τα ωφέλιμα εργάζου!", "Εργάζου και ευτύχει!".

Συζητήσεις
Μετά τους καθιερωμένους χαιρετισμούς, ο Αθηναίος μιλούσε με τους φίλους και τους γνωστούς για την πολιτική, σχολίαζε τα τελευταία νέα ή μπλεκόταν σε φιλοσοφικές συζητήσεις, αν είχε τέτοια κλίση. Συνήθως οι συναντήσεις και οι συζητήσεις γίνονταν στα αρωματοπωλεία και στα κουρεία. Και τα υποδηματοποιεία ήταν επίσης κατάλληλος χώρος για συναντήσεις, μια φορά μάλιστα ο Σωκράτης μπήκε σ' έναν τεχνίτη που έφτιαχνε χάμουρα για να τελειώσει μια συζήτηση. Η επίσκεψη στα καταστήματα είχε γίνει μια συνήθεια τόσο διαδεδομένη, που ο Δημοσθένης σ' ένα λόγο του κατηγορεί έναν Αθηναίο για "ακοινώνητο", γιατί "δεν μπαίνει ποτέ σε κουρεία, αρωματοπωλεία και άλλα καταστήματα".Ο προτιμούμενος τόπος συναντήσεων ήταν, αναμφισβήτητα, τα κουρεία. Ο Αθηναίος κουρέας μπορούσε να περηφανευτεί για την πλατιά και πολύπλευρη πείρα του. Οι άντρες, όπως και οι γυναίκες, έβαφαν τα μαλλιά τους ή για να τα κάνουν πιο ανοιχτά ή για να κρύψουν τη λευκότητά τους.

Κουρεία
Οι Αθηναίοι για να βοηθούν το μεγάλωμα των μαλλιών τα άλειφαν με λάδι ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες. Τον 6ο αιώνα οι άντρες είχαν μακριούς βοστρύχους, αλλά μετά τη μάχη του Μαραθώνα άρχισαν να τους κόβουν πιο κοντούς. Αργότερα, μετά τον Αλέξανδρο το Μεγάλο, ξύριζαν τα μουστάκια και τα γένια. Οι Έλληνες δεν άφηναν ποτέ μουστάκι χωρίς γένια. Έπειτα ο κουρέας τούς περιποιόταν τα χέρια κι όταν τελείωνε έδινε στον πελάτη έναν καθρέφτη για να θαυμάσει τον εαυτό του, έτσι ακριβώς όπως κάνουν οι κουρείς στις μέρες μας.Τον καιρό που ο κουρέας έφτιαχνε τη ν κόμη ενός πελάτη, οι άλλοι περίμεναν τη σειρά τους φλυαρώντας για όλα. χάρη σ' αυτό τον τρόπο ζωής, οι κουρείς έγιναν εξαιρετικά κοινωνικοί. Ήταν κατατοπισμένοι για όλα τα νέα και τα κουτσομπολιά, που τα διέδιδαν και τα ερμήνευαν όπως ήθελαν. Δεν είναι παράξενο που είχαν τη φήμη ότι ήταν φλύαροι και αθυρόστομοι Ο πρώτος άνθρωπος που έφερε στην Αθήνα την είδηση της καταστροφής στη Σικελία ήταν ένας κουρέας από τον Πειραιά. Είχε μάθει τη θλιβερή είδηση από το δούλο ενός λιποτάκτη και χωρίς να αργήσει άφησε το κουρείο κι έτρεξε με μια ανάσα στην Αθήνα, από φόβο μην τον προλάβει κανένας άλλος. Στην πόλη, όπου δεν ήξεραν τίποτε, η είδηση προκάλεσε μεγάλη ανησυχία. Ο κόσμος περικύκλωσε τον κουρέα και άρχισε να τον ξεψαχνίζει, μα αυτός δεν ήξερε ούτε το όνομα εκείνου που του είχε ανακοινώσει το τραγικό νέο. Οι πολίτες αγανακτισμένοι άρχισαν να φωνάζουν: "0 ψεύτης στην ανάκριση!", "στα Βασανιστήρια!". Ο φουκαράς ο κουρέας είχε δεθεί κιόλας στον τροχό, όταν κατά καλή του τύχη έφτασαν κάμποσοι οπλίτες που είχαν γλιτώσει από το μακελειό και επιβεβαίωσαν την τρομερή αλήθεια. Αναστατωμένοι οι Αθηναίοι από τη φοβερή είδηση, σκόρπισαν στα σπίτια τους για να κλάψουν τους χαμένους τους συγγενείς και ξέχασαν τον κουρέα. Άφησαν δεμένο τον αγγελιοφόρο των κακών ειδήσεων. Τον θυμήθηκαν αργά τη νύχτα. Αλλά όταν ο δήμιος ήρθε να τον λύσει, η πρώτη ερώτηση που του έθεσε ο κουρέας ήταν αν υπήρχε, Καμιά είδηση για τον Νικία, κι αν είναι γνωστό πως πέθανε. Οι κουρείς ήταν ενήμεροι για όλα τα νέα και μιλούσαν για τα πάντα. "Πώς θέλετε να σας κουρέψω;", ρώτησε ο κουρέας το Βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο. "χωρίς πολλές κουβέντες", απάντησε ο Βασιλιάς.

Κοινωνικοί
Στους Έλληνες δεν άρεσε να σιωπούν. ήταν εξαιρετικά κοινωνικοί. Σ' ένα ελληνικό τραγούδι, όπου απαριθμούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανθρώπινη ευτυχία, μετά την υγεία, την ομορφιά και τον πλούτο ακολουθεί η φιλία. χωρίς τη φιλία δεν υπάρχει χαρά, γιατί η φιλία στολίζει τη ζωή. Φυσικά ο χαρακτήρας της φιλίας ποίκιλλε ανάλογα με την ηλικία και τις κλίσεις.Εκτός από την αληθινή φιλία, που τόσο ποθούσε ο Σωκράτης, στους Έλληνες άρεσε ανείπωτα να φλυαρούν για όλα τα μικροπράγματα. Γιατί, άλλωστε, μαζεύονταν στα κουρεία και στα αρωματοπωλεία;Αλλά και η φλυαρία είχε όρια, που τα καθόριζαν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Όποιος ξεπερνούσε αυτά τα όρια έβγαζε τη φήμη ότι είναι αθυρόστομος κι ο κόσμος άρχιζε να τον κοροϊδεύει.


Στό σπίτι
Ο Αθηναίος αφού χορτάσει συζήτηση πηγαίνει στο σπίτι του για φαγητό. Τρωει ή κάτω από μια σκεπασμένη στοά ή στην εσωτερική αυλή, μαζί με την οικογένειά του. Μετά το φαγητό ξεκουράζεται ή ίσως διαβάζει. Στη Βιβλιοθήκη του βρίσκονται τα έπη του Ομήρου ο πάπυρος είναι παλιός και σκοροφαγωμένος καθώς και τα έργα των ξακουστών ποιητών. Κάθε χειρόγραφο φυλάγεται μέσα σ' ένα μετάλλινο σωλήνα με κάλυμμα. Σ' ένα ξεχωριστό ράφι βρίσκονται οι λόγοι των ρητόρων και των φιλοσόφων, καθώς και τα έργα των ιστορικών. Όλα έχουν αντιγραφεί με μεγάλη φροντίδα από τους αντιγραφείς. Έτσι, λοιπόν, αν θέλει να διαβάσει, ο Αθηναίος έχει από πού να διαλέξει. Μετά το φαγητό δεν κοιμάται. Γενικά ο ύπνος δεν κατέχει μεγάλη θέση στη ζωή του. Του αρέσει πάρα πολύ n ζωή σ' όλες τις εκδηλώσεις της και δεν χάνει με τον ύπνο περισσότερο χρόνο από ό,τι είναι απόλυτα απαραίτητο.

Γυμνάσια
Αφού ξεκουραστεί, ο Αθηναίος κατευθύνεται προς ένα από τα τρία μεγάλα δημόσια γυμνάσια των προαστίων της Αθήνας: το Λύκειο, την Ακαδημία, το Κυνόσαργες. Τα γυμνάσια ήταν μεγάλα, επιβλητικά, με σκιερούς διαδρόμους, με ευρείες στοές, λουτρά και άλλα διαμερίσματα προορισμένα γι, τον αθλητισμό, τις επιστημονικές απασχολήσεις και την ανάπαυση.Γενικά τα γυμνάσια αποτελούνταν: από το εφηβείο, μια αίθουσα προορισμένη για τις γυμναστικές ασκήσεις της νεολαίας. τα λουτρά, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν όλοι οι επισκέπτες του γυμνασίου. τα αποδυτήρια, μια αίθουσα όπου οι παλαιστές άλειφαν το σώμα τους με λάδι, μι, άλλη αίθουσα όπου "πασπάλιζαν" το σώμα τους με λεπτή άμμο, για να μπορούν να πιάνονται εύκολα στη διάρκεια της πάλης. τους διαδρόμους, σκεπαστούς και ξεσκέπαστους για περίπατο και τρέξιμο. Οι λεγόμενες ξυστές (δηλαδή διάδρομοι στιλβωμένοι) ήταν κάτι διάδρομοι σκεπαστοί, πιο ψηλά στις πλευρές, που ήταν προορισμένοι για περιπάτους, ενώ το κεντρικό μέρος, που ήταν πιο χαμηλό, προοριζόταν για ασκήσεις όταν ο καιρός ήταν ακατάλληλος και το χειμώνα. Όλοι αυτοί οι χώροι περιβάλλονταν με στοές, με καθίσματα και εξέδρες, μερικές αίθουσες ημικυκλικές, σκεπαστές ή ξεσκέπαστες, όπου οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες έκαναν μαθήματα και συζητήσεις.Ο Αθηναίος δεν μετείχε υποχρεωτικά στις αθλητικές ασκήσεις, αλλά παρακολουθούσε, σχολίαζε και χειροκροτούσε. Οι γεροντότεροι πολίτες δεν ξεχνούσαν, φυσικά, να διηγηθούν τι θαυμάσιοι αθλητές ήταν στα νιάτα τους και παραπονιούνταν για την αδυναμία των σημερινών. Οι θεατές μαζεύονταν ομάδες ομάδες και συζητούσαν διάφορα προβλήματα. Κάποιος σχεδιάζει κάτι με το ραβδί στον άμμο, εξηγώντας στους γύρω του μια πρωτότυπη ιδέα. Στο κέντρο μιας άλλης ομάδας ένα άτομο σιμό και άσχημο αναλύει με τόνο ειρωνικό τι είναι προτιμότερο: να είσαι ψεύτης από άγνοια ή να είσαι συνειδητός ψεύτης. Ο σιμός είναι ο Σωκράτης. Στην Ακαδημία ο Πλάτωνας εκθέτει, με νέα ύφος διαλεχτό, τις φιλοσοφικές του θεωρίες, μπροστά σ' ένα ακροατήριο από θαυμαστές και αντιπάλους κάθε ηλικίας. Στο Λύκειο, στο μέρος που λέγεται "Περίπατος", ένας άνθρωπος με μεγάλο κεφάλι και φανερή κλίση προς την κομψότητα, συζητεί σε μια γλώσσα όχι τόσο ωραία, μα πολύ καθαρή και εκφραστική, τις θεμελιακές αρχές της πολιτικής, της ηθικής, της ποίησης και της λογικής. Ο ομιλητής είναι ο Αριστοτέλης.Στο γυμνάσιο ο Αθηναίος περνάει μια ή δυο ώρες. Πριν από το γεύμα θέλει να λουστεί, γι' αυτό κατευθύνεται προς το λουτρό. Το λουτρό είναι ένα κτίριο πολύ σεμνό, ένα απλό δωμάτιο με ένα καζάνι για το νερό και πολλά αγγεία. Οι επισκέπτες αλείφονταν πρώτα σ' όλο το σώμα με ελαιόλαδο ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες, έπειτα έξυναν το κορμί μ' έναν ειδικό ξύστη από ορείχαλκο (στλεγγίδα) και ξεπλένονταν με νερό. 'Έτσι τελείωνε το λουτρό κι ο Αθηναίος θα μπορούσε να ντυθεί και να φύγει, αν δεν είχε διάθεση να καθυστερήσει λιγάκι και να μιλήσει με τον άνθρωπο του λουτρού, που, όπως κι ο κουρέας, ήταν μια ζωντανή εφημερίδα και ο οποίος ήξερε συχνά για τους πελάτες του περισσότερα απ' ό,τι ήξεραν κι αυτοί οι ίδιοι για τον εαυτό τους.

Wednesday, April 22, 2009

Πώς μετρούσαν το χρόνο στην αρχαία Ελλάδα

Σε αντίθεση με τις σύγχρονες αντιλήψεις καταγραφής του ετήσιου χρόνου και εφαρμογής του ημερολογίου, οι αρχαίοι Έλληνες δεν έκαναν χρήση ενός πανελλήνιου ετήσιου λειτουργικού κειμένου, το οποίο να ρυθμίζει την καθημερινή θρησκευτική και πολιτικοκοινωνική ζωή στο σύνολό της.

Η διάρθρωση του ετήσιου χρόνου στην αρχαία Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή κοινών μεταξύ των πόλεων πρακτικών (υιοθέτηση του σεληνο-ηλιακού ημερολογίου, εφαρμογή εμβόλιμων μηνών) που εξασφάλιζαν, κατά τον Πλάτωνα, τη διευθέτηση της "τάξης" - δηλαδή της τακτοποίησης "των ημερών σε μήνες και των μηνών σε χρόνια"- με σκοπό κυρίως την εξίσωση του εορτασμού των λατρευτικών πράξεων με συγκεκριμένες εποχές του έτους.

Αυτά επισήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Σοφία Κραβαρίτου, αρχαιολόγος - διδάκτωρ Θρησκευτικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης και διδάκτωρ της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας του Πανεπιστημίου της Λωζάννης, η οποία εργάζεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Θεσσαλικών Σπουδών (με έδρα στο Βόλο), με αφορμή διάλεξή της στο πλαίσιο εκδήλωσης του Φιλολογικού, Ιστορικού, Λογοτεχνικού Συνδέσμου "Φ.Ι.Λ.Ο.Σ.".

Μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια, η οργάνωση της καθημερινής θρησκευτικής και πολιτικής πραγματικότητας στην αρχαία Ελλάδα χαρακτηρίζεται από δύο παραμέτρους: α) τη διαφοροποίηση των ονομάτων των μηνών από πόλη σε πόλη, την ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού τοπικών εορτών με αναφορά σε τοπικούς ήρωες και τοπικά ιστορικά γεγονότα που μέσω της ετήσιας ανακύκλωσής τους τονίζουν την ιδιαιτερότητα κάθε πόλης ή κοινότητας και β) τις διαρκείς αλλαγές και εμβολές νέων δεδομένων ανάλογα με την εκάστοτε ιστορική περίοδο. Σε αυτά προστίθενται, επίσης, ανορθόδοξες παρεμβολές στην κανονική ροή του χρόνου που επιβάλλονταν από τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.

Ειδικότερα, όπως αναφέρει η κ.Κραβαρίτου, οι Έλληνες υιοθέτησαν το σεληνο-ηλιακό "ημερολόγιο" και έκαναν χρήση διαφόρων συστημάτων πρόσθεσης εμβόλιμων μηνών στη διάρκεια ενός κανονικού έτους (διητερίς, τετραετηρίς ή πενταετηρίς, οκταετηρίς και εννεακαιδεκαετηρίς), για να πετύχουν την αντιστοιχία των 12 σεληνιακών μηνών με ένα ηλιακό έτος (365, 242 ημέρες) ή με ένα πλήρη κύκλο των εποχών.

H σταθεροποίηση αυτής της αντιστοιχίας θα εξασφάλιζε κατ' επέκταση τη σταθερή σχέση των εορτών με τις εποχές.

Συνολικά, γνωρίζουμε πάνω από 130 τοπικά ονόματα μηνών και επιπλέον τις διαλεκτικές παραλλαγές τους, που συνήθως αποτελούσαν παράγωγα των ονομάτων των εορτών ή των θεϊκών επιθέτων και αντιστοιχούσαν σε ξεχωριστές πόλεις.

Oι εμβόλιμοι μήνες έπαιρναν συνήθως ένα από τα υπόλοιπα ονόματα με την πρόσθετη ένδειξη- "δεύτερος", "ύστερος" ή, όπως συμβαίνει στη Θεσσαλία, με την ένδειξη "εμβόλιμος".

Όπως επισημαίνει η κ.Κραβαρίτου, ο πρώτος μήνας κάθε έτους συνέπιπτε με το θερινό (π.χ. Aθήνα) ή το χειμερινό ηλιοστάσιο (π.χ. Δήλος), και με την εαρινή (π.χ. Δελφοί) ή τη φθινοπωρινή ισημερία (π.χ.΄Aργος).

Παράλληλα με το σεληνιακό μήνα, που χαρακτηρίζεται από τα επιγραφικά κείμενα ως "μήν κατά θεόν" ή "μήν κατά Σελήνην", η οργάνωση του ετήσιου χρόνου γινόταν επίσης με βάση τη θητεία των πολιτικών αρχόντων (π.χ. αττική οργάνωση και διαίρεση του ετήσιου χρόνου σε πρυτανείες) και σε αυτή την περίπτωση ο μήνας ονομάζονταν "μήν κατ' άρχονταν".

Tα διαφορετικά δε αυτά συστήματα ονομασίας και οργάνωσης του ετήσιου χρόνου λειτουργούσαν παράλληλα στην καθημερινή πραγματικότητα κάθε πόλης, όπως παράλληλα λειτουργούσε και η θρησκευτική με την πολιτική της έκφραση.

Ωστόσο, σύμφωνα με την Ελληνίδα επιστήμονα, τα παραπάνω στοιχεία που αντιπροσωπεύουν την "τάξη" με την οποία διευθετούνταν κατά τον Πλάτωνα ο κυκλικός θρησκευτικός χρόνος στην Αρχαία Ελλάδα, έρχονται σε αντίθεση με τον Aριστοφάνη, ο οποίος επικαλείται δυσαρέσκεια των θεών -μεταξύ των οποίων και της Σελήνης- λόγω της άτακτης οργάνωσης των εορτών.

Η ίδια σημειώνει πως διέφερε στην αρχαιότητα και η αντιστοιχία μεταξύ ομώνυμων μηνών διαφορετικών πόλεων. Για παράδειγμα, εάν στον 5ο αι. π.X. ο αττικός Eλαφηβολιών (Mάρτιος/Aπρίλιος) αντιστοιχούσε στον σπαρτιατικό Aρτεμίσιο, ο Aρτεμισιώνας της Δήλου αντιστοιχούσε στον αττικό Mουνυχιώνα (Aπρίλιο/Mάϊο).

Όμως, παρ' όλη την αναντιστοιχεία, παρατηρείται ότι και οι δύο ομώνυμοι μήνες Aρτεμίσιος και Aρτεμισιών αποτελούν ανοιξιάτικους μήνες, γεγονός που δικαιολογεί και την πρόταση του Θουκυδίδη.

Kατά την ελληνιστική όμως εποχή και έπειτα από άπειρες αλλαγές της ροής του κυκλικού χρόνου, οι ομώνυμοι μήνες διαφορετικών πόλεων μπορούσαν να ανήκουν σε διαφορετικές εποχές του έτους.

Η κ.Κραβαρίτου δεν παραλείπει να αναφέρει πως η οργάνωση του αρχαίου κυκλικού χρόνου-που βρισκόταν σε στενή συνάρτηση με το γεωγραφικό χώρο, αλλά και με το ιστορικό του πλαίσιο- επηρεαζόταν σαφέστατα από τα κοινωνικο-πολιτικά γεγονότα κάθε περιοχής.

Πολιτικοκοινωνικά φαινόμενα επηρέαζαν εμφανώς τον εορτασμό κάποιων εορτών, αλλά και τη σχέση τους με τα πρωταρχικά γεγονότα σε ανάμνηση των οποίων τελούνταν. Πολλά από τα πρωταρχικά αυτά γεγονότα, επισημαίνει, χάνονταν στο παρελθόν, στις αρχές δηλαδή της ιστορίας κάθε κοινότητας και ο ετήσιος εορτασμός τους ή η κατάργησή τους συνέβαλαν στη διαφύλαξη ή στη διατάραξη της ιστορικής μνήμης των τοπικών πληθυσμών.

Ο συνοικισμός, για παράδειγμα, των πόλεων της Μυκόνου έγινε τον 2ο αιώνα π.X., χωρίς παρεμβολή ξένης δύναμης και χωρίς να αλλάξουν τα ονόματα των μηνών, ούτε οι τοπικές λατρείες ηρώων και αρχηγετών, που παρέπεμπαν σε μυθικά γεγονότα του παρελθόντος, τα οποία συντηρούσαν την ιστορική μνήμη αυτών των φιλικά διακείμενων μεταξύ τους πόλεων.

Αντίθετα, ο τύραννος Διόνυσος των Συρακουσών, όταν κατέλαβε τον 4ο αιώνα π.X. τη Σικελική Νάξο άλλαξε τα Ιονικά ονόματα των μηνών σε Δωρικά, και μετονόμασε την πόλη σε Ταυρομένιο, προσπαθώντας να ανακατευθύνει την ιστορική της μνήμη.

Aλλά και οι Mακεδόνες, στο θεσσαλικό χώρο, αφού άλλαξαν ριζικά τα ονόματα των μηνών των μαγνητικών πόλεων, αφενός διατήρησαν και εξωράισαν παλιές λατρείες που ευνοούσαν τη συνοχή του συνοικισμένου πληθυσμού, αφετέρου δε ίδρυσαν τη λατρεία των νέων αρχηγετών και κτιστών του συνοικισμού, γεγονός στο οποίο αντιτίθεται με ψήφισμά του ο μαγνητικός δήμος των Ιωλκίων, αποδεικνύοντας περίτρανα το ρόλο του "ημερολογίου" στη δημιουργία αλλά και στη διαφύλαξη της ιστορικής συνείδησης, καταλήγει η αρχαιολόγος.
Πηγή: tovima.gr

Monday, April 13, 2009

Γενικά: Έθιμα του Πάσχα σε όλη την Ελλάδα

Από τη Ρόδο ως τη Χαλκιδική και από τη Σύρο ως τη Λευκάδα, κάθε γωνιά της Ελλάδας γιορτάζει το Πάσχα με το δικό της μοναδικό τρόπο. Εθιμα και παραδόσεις ζωντανεύουν και πάλι στη μεγαλύτερη και πλουσιότερη, σε λαογραφικές εκδηλώσεις, γιορτή της χριστιανοσύνης, της άνοιξης, της ζώης.


ΘΡΑΚΗ
Στις Μέτρες της Θράκης, τα παιδιά φτιάχνουν το ομοίωμα του Ιούδα και το περιφέρουν στα σπίτια, ζητώντας κλαδιά για να τον κάψουν την επομένη στον Επιτάφιο. Τη Μεγάλη Παρασκευή η πομπή του Επιταφίου σταματά έξω από ένα παρεκκλήσι, όπου εκεί βρίσκεται έτοιμη η φωτιά για να καεί ο Ιούδας. Τ η στιγμή που ο ιερέας διαβάζει το σχετικό Ευαγγέλιο ανάβουν τη φωτιά και καίνε το ομοίωμα. Αργότερα θα πάρουν μια χούφτα από εκείνη τη στάχτη και θα τη ρίξουν στα μνήματα.


ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Στη Θάσο στην Κοινότητα Λιμεναρίων διατηρείται το πανάρχαιο έθιμο " Για βρέξ' Απρίλη μ' που γιορτάζεται την Τρίτη ημέρα του Πάσχα. Χορεύουν δημοτικούς χορούς συγκροτήματα απ' όλη την Ελλάδα.
Στην Ιερισσό της Χαλκιδικής το σημαντικότερο Πασχαλινό έθιμο είναι "ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΝΙΟΥ Τ' ΑΛΩΝΙ". Γιορτάζεται την Τρίτη ημέρα του Πάσχα, στην ομώνυμη τοποθεσία πάνω στους λόφους. Μετά την επιμνημόσυνη δέηση και την εκφώνηση του πανηγυρικού της ημέρας, οι γεροντότεροι αρχίζουν τον χορό. Σιγά-σιγά πιάνονται όλοι οι κάτοικοι και πολλές φορές ο χορός έχει μήκος τετρακόσια μέτρα. Τραγουδούν και χορεύουν όλα τα Πασχαλινά τραγούδια και τελειώνουν με τον "ΚΑΓΚΕΛΕΥΤΟ" χορό, που είναι η αναπαράσταση της σφαγής 400 Ιερισσιωτών από τους Τούρκους, κατά την επανάσταση του 1821. Ο χορός περνά κάτω από δάφνινη αψίδα όπου υπάρχουν όπου υπάρχουν δύο παλικάρια με υψωμένα σπαθιά. Ο χορός στη μέση περίπου του τραγουδιού διπλώνεται στα δύο με τους χορευτές να περνούν ο ένας απέναντι από τον άλλο για τον τελευταίο χαιρετισμό.
Κατά την διάρκεια της γιορτής μοιράζονται σε όλους, καφές που βράζει σε μεγάλο καζάνι "ζωγραφίτικος", τσουρέκια και αυγά. Ο χορός επαναλαμβάνεται το απόγευμα στην κεντρική πλατεία του χωριού.

Στο Λιτόχωρο την Μ. Πέμπτη, το βράδυ, στολίζονται οι επιτάφιοι που φτιάχνονται από ανύπαντρες κοπέλες, που όλη την Σαρακοστή φτιάχνουν λουλούδια από ύφασμα. Την Μ. Παρασκευή το βράδυ γίνεται στο παζάρι η συνάντηση των Επιταφίων που συνοδεύονται από χορωδίες Λιτοχωριτών, δημιουργώντας ένα εκπληκτικό θέαμα.


ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

ΑΡΑΧΩΒΑ

Ανήμερα του Πάσχα και από το απόγευμα ξεκινάει η περιφορά της Εικόνας του Αγίου Γεωργίου την οποία συνοδεύουν περί τα 500 άτομα ντυμένα με παραδοσιακές φορεσιές. Την επομένη πραγματοποιείται αγώνας δρόμου των γερόντων (ανηφορικός δρόμος), οι οποίοι ξεκινούν από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και φτάνουν στο λόφο. Ακολουθούν χορευτικά συγκροτήματα και το απόγευμα χορεύουν γυναικείοι χορευτικοί σύλλογοι. Οι εκδηλώσεις συνεχίζονται με κλέφτικα αγωνίσματα, όπως το σήκωμα της πέτρας κλπ.

ΛΙΒΑΔΕΙΑ
Το πιο χαρακτηριστικό έθιμο της πόλης, είναι το πολύ γνωστό και μοναδικό "Πάσχα της Λιβαδειάς", που όχι μόνο διατηρείται αλλά χρόνο με το χρόνο ζωντανεύει μιας και οι νεώτεροι συμμετέχουν με ιδιαίτερο μεράκι και κέφι στο έθιμο του "λάκκου". Μετά την Ανάσταση και πριν καλά ξημερώσει οι κάτοικοι ετοιμάζουν την φωτιά. Ένας, κάνοντας το σταυρό του, βάζει φωτιά στο σωρό με τη λαμπάδα της Αναστάσεως. Οι φλόγες αγκαλιάζουν το σωρό. Με ραντίσματα νερού και συχνό χτύπημα με ένα μακρύ ξύλο, η θράκα είναι έτοιμη για να ψηθούν τα αρνιά. Το ίδιο γίνεται σε όλους τους "λάκκους" και ανεβαίνουν οι καπνοί, αναρίθμητοι και πυκνοί, σε τέτοιο βαθμό, που σκεπάζουν τον ήλιο που στο μεταξύ ανατέλλει.
Η πόλη τυλίγεται σε σύννεφα καπνού. Οι φωτιές είναι έτοιμες και τα αρνιά τοποθετούνται στους "λάκκους". Το γύρισμα των αρνιών και το γλέντι διαρκεί μέχρι το απόγευμα, το οποίο συμπληρώνεται με τη συμμετοχή παραδοσιακών χορευτικών συγκροτημάτων και με την καύση των πυροτεχνημάτων.

ΑΙΤΩΛΙΚΟ

Την Μ. Παρασκευή πολλοί προσκυνητές επισκέπτονται το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου βρίσκεται ο Επιτάφιος, ιστορικό κειμήλιο του 13ου-14ου αιώνα. Από το πρωί του Μ. Σαββάτου στην κεντρική πλατεία της πόλης αναβιώνουν πολλά από τα έθιμα των κατοίκων μέχρι αργά το βράδυ της Αναστάσεως που είναι και το αποκορύφωμα της ημέρας.
Την Κυριακή του Πάσχα κάθε γειτονιά, είναι μία μεγάλη υπαίθρια ψησταριά, όπου ο χορός και το τραγούδι έχουν τον πρώτο λόγο, ενώ προσφέρονται κρασί και παραδοσιακοί μεζέδες δωρεάν.

ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ

Το βράδυ της Μ. Παρασκευής, πλήθος κόσμου, ντόπιοι και επισκέπτες, ακολουθούν την περιφορά του Επιταφίου, σχηματίζοντας πομπές, οι οποίες διέρχονται από το λιμάνι, όπου είναι αναμμένες δάδες ειδικά τοποθετημένες στις τάπες του Κάστρου, γύρω από το λιμάνι. Στο μέσον της εισόδου του λιμανιού οι δάδες σχηματίζουν μεγάλο σταυρό, που φωταγωγεί ολόκληρο το λιμάνι παρουσιάζοντας μία φαντασμαγορική εικόνα μοναδικής ομορφιάς. Το έθιμο αυτό έχει παράδοση πολλών χρόνων που φαίνεται να θέλει να συνδυάσει τη θρησκευτική μυσταγωγία με την ηρωική προσπάθεια του μπουρλοτιέρη Ανεμογιάννη να πυρπολήσει τη τουρκική ναυαρχίδα στο χώρο αυτό.

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ

ΛΕΩΝΙΔΙΟ

Το πιο εντυπωσιακό έθιμο της περιοχής είναι, όταν το βράδυ της Ανάστασης γεμίζει ο ουρανός από φωτεινά "αερόστατα" τα οποία ανυψώνονται από τους πιστούς κάθε ενορίας.

ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Εδώ αναβιώνει ένα έθιμο, που πηγάζει από τους απελευθερωτικούς αγώνες του 1821, ο διαγωνισμός των "μπουλουκιών". Οι διαγωνιζόμενοι, με παραδοσιακές ενδυμασίες και οπλισμένοι με σαΐτες, δηλαδή με χαρτονένιους σωλήνες γεμάτους μπαρούτι, επιδίδονται σε σαϊτοπόλεμο, στο γήπεδο του Μεσσηνιακού, με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου.


ΚΥΚΛΑΔΕΣ

ΚΥΘΝΟΣ

Το πιο εντυπωσιακό έθιμο του νησιού είναι αυτό της "Κούνιας". Την Κυριακή του Πάσχα, στην πλατεία του νησιού, στήνεται μία κούνια, στην οποία κουνιούνται αγόρια και κορίτσια ντυμένα με παραδοσιακές στολές. Αυτός ή αυτή που θα κουνήσει κάποιον, δεσμεύεται ενώπιον Θεού και ανθρώπων για γάμο. Το βράδυ του Μ. Σαββάτου επικρατεί το έθιμο του "συχώριου", δηλαδή όλοι όσοι έχουν πεθαμένους συγγενείς φέρνουν στην εκκλησία ψητά, κρασί και ψωμί, τα οποία έχει "διαβάσει" ο παπάς, τα προσφέρουν στους επισκέπτες και στους κατοίκους του νησιού.

ΣΥΡΟΣ

Η Σύρος βιώνει με ιδιαίτερο τρόπο το Πάσχα. Οι δύο Θρησκευτικές της κοινότητες, η Ορθόδοξη και η Καθολική, γιορτάζουν συγχρόνως, με αγάπη κατάνυξη και αμοιβαίο σεβασμό τις Άγιες Μέρες του Πάσχα. Οι Επιτάφιοι των Καθολικών στην Άνω Σύρο ξεκινούν από τον Ναό του Αγίου Γεωργίου. Στην Ερμούπολη ο επιτάφιος των Καθολικών ξεκινάει από τον ιερό Ναό Ευαγγελιστών οι επιτάφιοι των Ορθοδόξων, από τις ενορίες Αγίου Νικολάου, της Κοιμήσεως και την Μητρόπολη της Μεταμορφώσεως περιφέρονται και συναντώνται στην Κεντρική Πλατεία Μιαούλη, όπου γίνεται κατανυκτική δέηση και ψάλλονται τροπάρια της Μ. Παρασκευής από την χορωδία του Αγίου Νικολάου και Ιεροψάλτες.


ΠΑΡΟΣ

Η περιφορά του Επιταφίου της Μάρπησσας, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς κατά την διάρκειά της, γίνονται δεκαπέντε περίπου στάσεις. Σε κάθε στάση φωτίζεται και ένα σημείο του βουνού, όπου τα παιδιά ντυμένα Ρωμαίοι στρατιώτες ή μαθητές του Χριστού, αναπαριστούν σκηνές από την είσοδο στα Ιεροσόλυμα, την προσευχή στο Όρος των Ελαιών, το Μαρτύριο της Σταύρωσης και την Ανάσταση. Τα μεσάνυκτα του Μ. Σαββάτου, το νησί γεμίζει από φώτα και τον θόρυβο των αμέτρητων πυροτεχνημάτων.


ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ

ΠΑΤΜΟΣ

Στο νησί της Αποκάλυψης επίκεντρο των τελετών και ακολουθιών αποτελεί ο "ΝΙΠΤΗΡΑΣ". Κάθε χρόνο, στολίζεται με λαμπρές βάγιες και πλούσια ποικιλία ανοιξιάτικων λουλουδιών. Την Μ. Πέμπτη, γίνεται αναπαράσταση του "ΜΥΣΤΙΚΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ" του ΝΙΠΤΗΡΑ, σε κεντρική πλατεία της Χώρας. Το Μ. Σάββατο το βράδυ πριν από την Ανάσταση, το Ευαγγέλιο διαβάζεται σε ηρωικό εξάμετρο με κώντιο και την Κυριακή του Πάσχα στις 3 το απόγευμα, στο Μοναστήρι της Πάτμου γίνεται η 2η Ανάσταση κατά την οποία το Αναστάσιμο Ευαγγέλιο διαβάζεται σε επτά γλώσσες και από τον ηγούμενο μοιράζονται κόκκινα αυγά στους πιστούς.

ΡΟΔΟΣ (ΙΑΛΥΣΟΣ)

Το Σάββατο του Λαζάρου, τα παιδιά γυρίζουν από πόρτα σε πόρτα και τραγουδούν τον "Λάζαρο", συγκεντρώνοντας χρήματα και αυγά για τους ιερείς. Παλαιότερα, αυτή την ημέρα, κανένας γεωργός δεν πήγαινε στο χωράφι του να εργαστεί, γιατί όπως πίστευαν, ό,τι έπιαναν θα μαραινόταν. Επιτρεπόταν μόνο η συγκέντρωση ξερών κλαδιών για το άναμμα των φούρνων τη Μεγάλη Εβδομάδα για το ψήσιμο των κουλουριών. Την ημέρα αυτή επίσης, σε όλα τα σπίτια οι νοικοκυρές φτιάχνουν στριφτά κουλουράκια, "τα Λαζαράκια", συμβολίζοντας με τον τρόπο αυτό το σώμα του Λαζάρου που ήταν τυλιγμένο στο σάβανο.

ΚΩΣ

Ενώ οι μεγάλοι είναι δοσμένοι στις πασχαλινές δουλειές και στον εκκλησιασμό, τα παιδιά προετοιμάζονται και αυτά για την Ανάσταση του Κυρίου. Παίρνουν μεγάλα κλειδιά από εκείνα που είχαν οι παλιές κλειδαριές, δένουν με ένα σχοινί το κλειδί με μπαρούτι και βάζουν το καρφί στην τρύπα του κλειδιού, το βράδυ της Ανάστασης το χτυπούν δυνατά στον τοίχο για να εκπυρσοκροτήσει και να χαλάσει ο κόσμος. Άλλοι κόβουν μακριές λωρίδες χαρτιού, βάζουν στην άκρη της κάθε λωρίδας μπαρούτι και ένα φυτίλι, την τυλίγουν τριγωνικά, ώστε να προεξέχει το φυτίλι που το ανάβουν και από την ώρα που ο παπάς λεει το "ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ".
Το πρωί του Μ. Σαββάτου, η εκκλησία στρώνεται με μυρωμένα λουλούδια του βουνού που λέγονται λαμπρές (μικρά μωβ αρωματικά λουλούδια). Οι νοικοκυρές φτιάχνουν τις λαμπρόπιττες και το γεμιστό αρνί.

ΥΔΡΑ
Την Μ. Παρασκευή γίνεται κάτι το μοναδικό, ο Επιτάφιος της συνοικίας Καμίνι μπαίνει στη θάλασσα και διαβάζεται η Ακολουθία του Επιταφίου, δημιουργώντας μία ατμόσφαιρα κατανυκτική. Στη συνέχεια οι Επιτάφιοι τεσσάρων ενοριών συναντώνται στο κεντρικό λιμάνι, δίνοντας ένα ιδιαίτερο χρώμα. Την ώρα της Ανάστασης τα πολλά βαρελότα φωτίζουν την νύκτα.

ΧΙΟΣ
Ο ρουκετοπόλεμος είναι ένα παλιό Βρονταδούσικο έθιμο που έχει τις ρίζες του στους χρόνους της τουρκικής κατοχής. Αρχικά, οι κάτοικοι των ενοριών του Αγίου Μάρκου και της Παναγίας Ερειθιανής, εκκλησιών που βρίσκονται αντικριστά, έφτιαχναν αυτοσχέδια κανονάκια. Με το πέρασμα του χρόνου όμως αυτά εξελίχθηκαν σε αυτοσχέδιες ρουκέτες, βεγγαλικά, φτιαγμένα από νίτρο, θειάφι και μπαρούτι. Η προετοιμασία των ρουκετών αρχίζει αμέσως μετά το Πάσχα για να είναι έτοιμες την επόμενη χρονιά. Οι ποσότητες τα τελευταία χρόνια φτάνουν στις μερικές χιλιάδες και το θέαμα που δημιουργείται από τις ρουκέτες που εκτοξεύονται στον ουρανό του Βροντάδου το βράδυ της Ανάστασης είναι φαντασμαγορικό. Πολύς είναι ο κόσμος που επιλέγει να περάσει το Πάσχα στην Χίο για να δει αυτό το μοναδικό θέαμα. Τα τελευταία χρόνια έχουν ληφθεί μέτρα για την προστασία των παρευρισκομένων, έτσι ώστε να διασωθεί το έθιμο.

ΕΠΤΑΝΗΣΑ

ΚΕΡΚΥΡΑ. Την Μ. Παρασκευή στις 4μ.μ. ξεκινά από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Παλαιό Φρούριο, ο Επιβλητικός Επιτάφιος. Μέχρι της 9.30 το βράδυ, από κάθε εκκλησία βγαίνει ο Επιτάφιος με την απαραίτητη μπάντα της κάθε ενορίας, τις χορωδίες, τους πιστούς. Τελευταίος βγαίνει ο μεγαλοπρεπέστατος επιτάφιος της Μητρόπολης. Στις 9 το πρωί γίνεται η περιφορά του Επιταφίου της Εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα. Το 1574 οι Βενετσιάνοι απαγόρευσαν στους ορθοδόξους την περιφορά του την Μ. Παρασκευή, και από τότε οι Κερκυραίοι πραγματοποιούν την περιφορά μαζί με το Σεπτό Σκήνωμα του Αγίου. Είναι η πιο παλιά και πιο κατανυκτική Λιτανεία που βγαίνει σε ανάμνηση του θαύματος του Αγίου, που έσωσε τον Κερκυραϊκό λαό από την σιτοδεία. Εμπρός πηγαίνει ο Άγιος που έχει θέση χοροστατούντος Επισκόπου σε αυτή την Λιτανεία, και ακολουθεί ο Επιτάφιος. Μετά το τέλος της λιτανείας, ο Άγιος θα παραμείνει στη θύρα του, μέχρι την Τρίτη του Πάσχα για προσκύνημα. Στις 11 το πρωΐ του Μ. Σαββάτου ο κόσμος περιμένει την πρώτη Ανάσταση. Όταν τελειώνει η ακολουθία στη Μητρόπολη, χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών και από τα παράθυρα των σπιτιών πέφτουν κατά χιλιάδες, πήλινα δοχεία (μπότιδες) στους δρόμους, με μεγάλο κρότο. Αυτό το έθιμο έχει τις ρίζες του στο χωρίον του Ευαγγελίου 'Συ δε Κύριε Ανάστησόν με ίνα συντρίψω αυτούς ως σκεύη κεραμέως".
Ένα άλλο επίσης Κορφιάτικο Πασχαλινό έθιμο που αναβιώνει είναι το "ΜΑΣΤΕΛΟ" (βαρέλι). Στην "Pinia" και κάτω από την Μεταλλική Κουκουνάρα που κρέμεται ασάλευτη ακόμα στην διασταύρωση Νικηφόρου Θεοτόκη και Φιλαρμονικής, μαζεύονται οι Φακίνοι, οι αχθοφόροι της πόλης, οι Πινιαδώροι, οι οποίοι τοποθετούσαν στη μέση του πεζοδρομίου ένα ξύλινο βαρέλι. Το στόλιζαν με μυρτιές και βέρντε, του έβαζαν νερό και αυτοί σκορπισμένοι στο γύρο χώρο, παρακαλούσαν τους περαστικούς, που αυτή την ώρα ήταν πάρα πολλοί, να ρίξουν νομίσματα για ευχές στο νερό. Όταν πλησίαζε η ώρα της πρώτης Ανάστασης, οι Πηνιαδώροι σκορπισμένοι στην περιοχή της Πιάτσας κυνηγούσαν να βρουν κάποιον να τον ρίξουν στο βαρέλι. Αυτός μουσκίδι έβρεχε τον κόσμο γύρω του, ενώ περνούσαν οι μπάντες μας, παίζοντας το αλέγκρο μαρς "Μη φοβάστε Γραικοί".

Wednesday, April 8, 2009

Αρχαία Ελλάδα: Το παιχνίδι στην Ελληνική Κονωνία


Το παιχνίδι έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη ελληνική κοινωνία. Από την αρχαιότητα ως και στις μέρες μας έχει βοηθήσει τα παιδιά του λαού μας, να ξεπεράσουν πολλές δύσκολες καταστάσεις και να υπάρχουμε ως σήμερα.
Οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν μεγάλη σημασία στο ρόλο του παιγνιδιού. Το είχαν σαν μέσο αυτοαγωγής. Αυτοί πρώτοι κατάλαβαν την αξία των ομαδικών παιχνιδιών και πίστευαν ότι με αυτά πραγματοποιείται η τελειοποίηση του ανθρώπου. Γι’ αυτό τα εντάξανε στο πρόγραμμα αγωγής των παιδιών. Θεωρούσαν όμως ότι ήταν σημαντικά και για τους μεγάλους. Έτσι και οι μεγάλοι αφιέρωναν μεγάλο μέρος από τον ελεύθερο χρόνο τους σε ομαδικά παιγνίδια και σε αγώνες. Στην αρχαία Ελλάδα έπαιζαν πολλά ομαδικά παιγνίδια . Τα έπαιζαν στο δρόμο και στις αυλές, και πάντα υπήρχαν κανόνες ,που όλοι έπρεπε να τηρούν πιστά. Γι’ αυτό ,επίσης ,έλεγαν πως το παιγνίδι είναι ένα μεγάλο αγαθό. Αναπτύσσει την συντροφικότητα, ασκεί το σώμα, καλλιεργεί το πνεύμα, μαθαίνει τα παιδιά να σέβονται τους κανόνες-νόμους του παιγνιδιού και έτσι, όταν μεγαλώσουν, να σέβονται και να τηρούν τους νόμους της πατρίδας τους.
Ο Πλάτωνας τόνιζε την ανάγκη να αφήνουν τα παιδιά να παίζουν ως τα έξη τους χρόνια, με όποια παιγνίδια ήθελαν και όπως ήθελαν. Τόνιζε όμως πως θα έπρεπε να έχουν κάποια κατεύθυνση , έτσι ώστε μέσα από αυτά να προσανατολίζονται προς την εκμάθηση κάποιου επαγγέλματος.
Ο Αριστοτέλης συμβούλευε τους γονείς να δίνουν όσο γίνεται πιο πρωτότυπα παιγνίδια, για να αφοσιώνονται σ’ αυτά και να ενοχλούν λιγότερο και ταυτόχρονα να αναπτύσσουν δημιουργική φαντασία. Ο Ιπποκράτης συμβούλευε τους μεγάλους να τρέχουν με τον κρίκο, (το σημερινό στεφάνι, το τσέρκι), για να διατηρήσουν τη φόρμα τους και τους μικρούς για να παίξουν.
Ο Πολυδεύκης στο «Ονομαστικό» του περιγράφει πενήντα ομαδικά παιγνίδια και αναφέρεται σε παιγνίδια που έπαιζαν τα αγόρια και αυτά που έπαιζαν κορίτσια. Στα υπαίθρια ομαδικά παιγνίδια, όπως κυνηγητό, κρυφτό, τόπι, στεφάνι, κότσια, σβούρα, έπαιζαν αγόρια. Τα κορίτσια παίζανε μέσα στο σπίτι με πήλινες ή κέρινες «πλαγγόνες» (κούκλες),που τις έντυναν με ρούχα. Ακόμα έπαιζαν με τόπια, στεφάνια, μικροσκοπικά είδη νοικοκυριού.

ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Στα χρόνια του Βυζαντίου και μέχρι το 9ο μ.Χ. αιώνα δεν υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για τη θέση του παιγνιδιού και της άσκησης μέσα στη τότε κοινωνία. Αν και γνωρίζουμε ότι δεν είχαν την θέση που κατείχαν στην αρχαιότητα, στο Βυζάντιο από συνήθεια, και για λόγους ψυχαγωγικούς και παραδοσιακούς ασκούνταν και έπαιζαν παιδικά και πνευματικά παιγνίδια. Μελέτες που έγιναν για τη θέση του παιγνιδιού στη ζωή των Βυζαντινών δείχνει ότι, μετά τον 11ο μ.Χ. αιώνα, το χρησιμοποιούσαν για δημιουργία ανθρώπινων χαρακτήρων.
Στην εκπαίδευση η Φυσική Αγωγή δεν υπήρχε, γεγονός που οφείλονταν στο ότι η εκπαίδευση ήταν καθαρά εκκλησιαστική, και πολλοί νέοι πήγαιναν στα μοναστήρια. Από τα άλλα όμως παιδιά το παιγνίδι δεν έλειπε . Τα αγόρια συνήθως έπαιζαν στις αυλές και στις αλάνες της γειτονίας παιγνίδια όπως η 16άρα , κρυφτό, κυνηγητό, τσιλίκι, γουρούνα, τυφλόμυγα , αλώνι, μήλο και άλλα, και τα κορίτσια με τις κούκλες στο σπίτι.

ΣΤΗ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Οι πληροφορίες που έχουμε για τα παιγνίδια την εποχή αυτή είναι ότι τα παιδιά συνέχιζαν να τα παίζουν. Ήταν παιγνίδια που άλλα είχαν αρχαιοελληνικές ρίζες, άλλα βυζαντινές και άλλα από άλλες εθνικότητες. Ο χώρος που τα έπαιζαν ήταν το αλώνι. Μερικά από τα παιγνίδια που έπαιζαν ήταν το κλέφτικο (το κρυφτό ), ο πετροπόλεμος, η ξιφομαχία, το κυνηγητό. Υπήρχαν υπαίθρια παιγνίδια και για τα κορίτσια όπως η μέλισσα, το κουτσό το μήλο, η πινακωτή η τυφλόμυγα το τσιλίκι.

ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ
Στους νεώτερους χρόνους τα παιγνίδια έπαιξαν σπουδαίο ρόλο για τα παιδιά του λαού μας. Τα χρόνια της Κατοχής (1940 –44) ήταν πολύ δύσκολα για όλους. Οι ελλείψεις σε ρούχα και τρόφιμα, η εξαθλίωση και η φτώχια κυριαρχούσαν σ΄ όλη τη χώρα. Τα παιδιά ήταν αδύνατα ,καχεκτικά, ρακένδυτα, και ψειριασμένα ,και ζούσαν με το φόβο του θανάτου. Κατάφεραν να επιβιώσουν χάρη στη λιγοστή τροφή, που τους εξασφάλιζαν όπως μπορούσαν οι γονείς τους, και με το παιγνίδι. Το παιγνίδι τα έκανε να ζουν και να νιώθουν, για όσο διαρκούσε αυτό, ελεύθερα και ανέμελα από τα προβλήματα, τα γέμιζε με θάρρος, αυτοπεποίθηση, και χαρά. Από την άλλη, μέσα από την κίνηση διασφάλιζαν, όσο αυτό ήταν δυνατό, την καλή τους υγεία και την ομαλή ανάπτυξη του σώματος τους.
Αργότερα , μεταπολεμικά , οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ δύσκολες και τα παιδιά από πολύ μικρά αναγκάζονταν να εργαστούν, για να συνεισφέρουν στην οικογένεια. Όμως παρ΄ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν κατάφερναν συχνά, με την πρώτη ευκαιρία , να ξεκόψουν από τη δουλεία και να παίξουν με τους συνομήλικους τους, στο δρόμο. Έτσι ,έστω και για λίγο, ζούσαν και να εκφράζονταν σαν παιδιά. Με το παιγνίδι ξεχνούσαν για λίγο τα προβλήματα και τις δυσκολίες, χαλάρωναν, διασκέδαζαν και έτσι κατάφερναν να μην χάσουν το κουράγιο τους και την αισιοδοξία τους για την ζωή και ένα καλύτερο αύριο.
Σήμερα αν και οι αλάνες, κυρίως στις πόλεις, έχουν μειωθεί ως εξαφανιστεί, τα παιδιά χαίρονται όταν βρίσκουν χώρο για να παίξουν, να τρέξουν, να κινηθούν. Δυστυχώς η εύρεση χώρου δεν είναι εφικτή στις σύγχρονες πόλεις. Τα κτίσματα και οι δρόμοι δεν βοηθάνε το παιδί και το παιγνίδι. Τα πάρκα και τα αθλητικά κέντρα, όπου υπάρχουν, είναι οι μόνοι χώροι οπού μπορούν να παίξουν. Το πρόβλημα της μη ύπαρξης χώρων για παιγνίδι, έχει σαν αποτέλεσμα τα παιδιά να ασχολούνται με ηλεκτρονικά παιγνίδια και να καθηλώνονται στο σπίτι, να μην κινούνται όσο θα ήθελαν και θα έπρεπε, να γίνονται οκνηρά, μοναχικά, με προβλήματα βάρόυς, κατά μεγάλο ποσοστό, και κοινωνικότητας.

Wednesday, April 1, 2009

Γενικά: Η ιστορία της εκπαίδευσης στην Ελλάδα

Από τα πρώτα γραπτά δημιουργήματα του ελληνικού πολιτισμού αποδεικνύεται ο πόθος του Έλληνα για μάθηση , για καλλιέργεια των διανοητικών του ικανοτήτων .
Στόχος του ομηρικού ανθρώπου είναι η συνεχής προσπάθεια για την πολύπλευρηβελτίωσή του ώστε "αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμεναι άλλων".
Οι ΄Ιωνες φιλόσοφοι θέτουν ως κέντρο των πρωτοποριακών τους αναζητήσεων τον άνθρωποκαι τους προβληματισμούς του επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικότου Έλληνα για διεύρυνση των πνευματικών του οριζόντων.
Ορόσημο για τον παγκόσμιο πολιτισμό και ειδικότερα για την εκπαίδευσηαποτελούν ο 5ος και 4ος π.Χ. αιώνας της κλασικής Ελλάδας.
Οι αρχαίοι Έλληνες ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την εύρεση των κατάλληλων μέσων και μεθόδωνγια την επίτευξη του υψηλού τους στόχου, την προαγωγή των πνευματικών τους ικανοτήτων.

Σπάρτη
Την εκπαίδευση των παιδιών στην αρχαία Σπάρτη αναλάμβανε το κράτος από τα επτά τους χρόνια.Ζούσαν σε ομάδες (αγέλες) και είχαν επικεφαλής τον Παιδονόμο.Βάση της αγωγής ήταν η άσκηση του σώματος και η καλλιέργεια της πολεμικής αρετής.Κατά δεύτερο λόγο διδάσκονταν ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, μουσική και χορό.Η εκπαίδευση των κοριτσιών ήταν ανάλογη και γίνονταν σε ιδιαίτερους χώρους.

Αθήνα
Ο "καλός καγαθός" πολίτης, ο μορφωμένος και αναπτυγμένος πνευματικά, αισθητικά,ηθικά και σωματικά ήταν η επιδίωξη της αθηναϊκής πολιτείας. Η εκπαίδευση στην αρχαία Αθήνα ήταν ελεύθερη και υπεύθυνοι γι' αυτήν ήταν οι γονείς του παιδιού.Τα σχολεία ήταν ιδιωτικά.Υποχρεώνονταν όμως να τηρούν κάποιους κανονισμούς, που ρύθμιζαν τη λειτουργία τους.Το πνεύμα της εκπαίδευσης ήταν σύμφωνο με τις παραδόσεις και τα ιδανικά της πόλης.
Από τον 5ο αιώνα που άρχισαν να ιδρύονται στην Αθήνα τα Γυμνάσια. Οι νέοι είχαν τη δυνατότητα να ασκούν ταυτόχρονα με το πνεύμα και το σώμα.
Το πρώτο στάδιο εκπαίδευσης ήταν της προσχολικής και σχολικής ηλικίας.Την πρώτη την αναλάμβανε η μητέρα ή η τροφός και αποσκοπούσε στην καλλιέργεια των έμφυτωνικανοτήτων του παιδιού και στην προετοιμασία του να δεχθεί τη σχολική εκπαίδευση,που άρχιζε συνήθως στα επτά χρόνια.Ο Παιδαγωγός, οικιακός δούλος, συνόδευε το παιδί στο Διδασκαλείο.Από τον πρώτο του δάσκαλο ο μικρός Αθηναίος μάθαινε ανάγνωση, συλλαβισμό, γραφή, αριθμητική.Αργότερα τον αναλάμβανε ο Κιθαριστής για να τον μυήσει στην τέχνη της μουσικής( μαθήματα λύρας, αυλού και τραγουδιού με συνοδεία λύρας ).
Αφού το παιδί αποκτούσε αυτές τις στοιχειώδεις γνώσεις, ερχόταν σε επαφήμε την ηρωική και διδακτική ποίηση ( Όμηρο-Ησίοδο ), καθώς και με τη λυρική.Μάθαινε επιπλέον χορό, ζωγραφική, χειροτεχνία και γεωμετρία.Ο Παιδοτρίβης φρόντιζε για τη σωματική εκγύμναση των μαθητών στην Παλαίστρα( "πένταθλον" και "παγκράτιον" ).Η διδασκαλία στο σχολείο ήταν εξάωρη.Τα κορίτσια μορφώνονταν στο σπίτι.

Μετά το 14ο έτος οι έφηβοι μπορούσαν να παρακολουθήσουν την ανώτερη εκπαίδευσηστα δημόσια γυμνάσια και στις φιλοσοφικές ή ρητορικές σχολές ( Ακαδημεία Πλάτωνα, Περίπατος Αριστοτέλη, ρητορική σχολή Ισοκράτη και άλλες ),που άρχισαν να ιδρύονται από τον 5ο αιώνα κάτω από την επίδραση της διδασκαλίας των σοφιστών,των φιλοσόφων και των ρητόρων. Εκεί διδάσκονταν επιπλέον αστρονομία, μαθηματικά και γραμματική.Παρόμοια μορφή είχε και το εκπαιδευτικό σύστημα των περισσότερωνελληνικών πόλεων αυτής της περιόδου.

Στους Ελληνιστικούς χρόνους ( 3ος και 2ος αιώνας ) δε σημειώθηκαν σημαντικέςμεταβολές στο χώρο της εκπαίδευσης.Όμως το περιεχόμενό της διευρύνθηκε με την εισαγωγή νέων επιστημών.Οι μέθοδοι επίσης και τα μέσα διδασκαλίας εκσυγχρονίστηκαν.

H EKΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η Χριστιανική θρησκεία και η Ελληνική πνευματική κληρονομιά αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία του πολιτισμού και μάλιστα της παιδείας του Βυζαντίου.Η Εκκλησία πρωτοστάτησε στο χώρο της εκπαίδευσης αναλαμβάνοντας εξολοκλήρουσχεδόν όχι μόνο την οργάνωση, τη στελέχωση και τη λειτουργία της, αλλά και την οικονομική επιχορήγησή της.Στο δύσκολο αυτό έργο οι ενοριακές επιτροπές δεχόταν συχνά τη συνεργασία των κοινοτήτων.

Η ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, που δεν ήταν υποχρεωτική, άρχιζε από το έβδομο έτοςτης ηλικίας του παιδιού και ήταν τριετής. Τα « ιερά γράμματα »,όπως ονομαζόταν αυτό το στάδιο ,έδιναν τη δυνατότητα στομικρό μαθητή να έλθει για πρώτη φορά σε επαφή με θρησκευτικά κείμενα(Παλαιά και Καινή Διαθήκη,Ψαλτήρι και άλλα )και να μάθει με τη βοήθειά τους το αλφάβητο, συλλαβισμό, ανάγνωση και γραφή.Η διδασκαλία συμπληρωνόταν με τη βυζαντινή μουσική, τα θρησκευτικά και την ιστορία.Τα μαθήματα διδάσκονταν από κληρικούς και μοναχούς κυρίως ,σε χώρους πουπαραχωρούσαν οι εκκλησίες ή τα μοναστήρια.Οι ιδιωτικοί διδάσκαλοι που δίδασκαν στα σπίτια ήταν γνωστοί ως «παιδαγωγοί».

Η ΜΕΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ άρχιζε από τα δέκα χρόνια του μαθητή και διαρκούσετέσσερα έως πέντε έτη.Το περιεχόμενο της εκπαίδευσης εμπλουτίζονταν με «τα των Ελλήνων γράμματα»,με τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας.Άλλα μαθήματα ήταν η Ιστορία, η Φυσική ( βοτανική, ζωολογία, γεωγραφία ),η Μουσική, η Γεωμετρία, η Αστρονομία και η Σημειογραφία.Οι «φοιτητές» παρακολουθούσαν τις παραδόσεις των ειδικών καθηγητών, ρητόρων,φιλοσόφων, γραμματικών και σημειογράφων στα διδασκαλεία που λειτουργούσανυπό τη μέριμνα της Εκκλησίας σε πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας.

Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ήταν πρωταρχικό μέλημα του κράτους.Ο Θεοδόσιος Β΄ ίδρυσε το 425 το Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως, όπου παραδίδοντανμαθήματα αρχαίας ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, λατινικών,ρητορικής, φιλοσοφίας και δικαίου.Ανώτατες και πανεπιστημιακές σχολές ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν με τη φροντίδατου κράτους στην Αλεξάνδρεια, τη Βηρυτό ,την Αθήνα , τη Θεσσαλονίκη τη Νίκαιακαι φυσικά στην Κων/πολη ,όπως και σε άλλες πόλεις της Αυτοκρατορίας .Οι νέες επιστήμες όπως η ιατρική και τα μαθηματικά συμπλήρωναν σταδιακά τις ήδη διδασκόμενες .Το έργο της εκπαίδευσης βοηθούσαν εκτός από τους εκπαιδευτικούς και οι πλούσιες βιβλιοθήκες ,δημόσιες ,ιδιωτικές και μοναστηριακές, όπως η βιβλιοθήκη του Πατριάρχη Φωτίου.Αξιοσημείωτη είναι η προσφορά των μοναχών και στον τομέα της αντιγραφής έργωναρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ορισμένα από τα οποία διασώθηκαν χάρη στη δική τους πρωτοβουλία.

Είναι γενική διαπίστωση ότι η Βυζαντινή παιδεία συνετέλεσε ουσιαστικά όχι μόνο στηδιαμόρφωση του ιδιαίτερου χαρακτήρα του βυζαντινού πολιτισμού αλλά και στη διατήρησηκαι διάδοση της Χριστιανικης και της Ελληνικής ανθρωπιστικης παιδείας.
Αυτή η περίοδος έχει να επιδείξει σημαντικές μορφές που έγιναν φορείς και διδάσκαλοιαυτής της παιδείας ,όπως οι Πατέρες της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας.