Sat-Lux Radio
Greek Music / Ελληνική Μουσική
Friday, June 12, 2009
Έλληνες και Διατροφή
Friday, June 5, 2009
Οι 12 θεοί του Ολύμπου
Η Εστία ήταν η μεγαλύτερη κόρη και το πρώτο παιδί του Κρόνου και της Ρέας, γι' αυτό και τέθηκε επικεφαλής όλων των μεγάλων Θεοτήτων. Προστάτιδα της οικογενειακής ευτυχίας, είχε ως ιερό της το κέντρο του σπιτιού και δεν της προσφερόταν μόνο η πρώτη, αλλά και η τελευταία θυσία σε κάθε γιορταστική σύναξη του ανθρώπου. Η Εστία, η Αθηνά και η Άρτεμη, ήταν οι μόνες Θεές που πάνω τους δεν είχε δύναμη η Αφροδίτη (που είχε υποτάξει το σύνολο Θεών και ανθρώπων).
Αφροδίτη
Η Αφροδίτη, η οποία αναδύθηκε από τη θάλασσα, ήταν η Θεοποίηση της γυναικείας ομορφιάς, Θεά του έρωτα και της αγάπης. Θεοί και θνητοί, ήταν όλοι μπλεγμένοι στα ερωτικά της δίχτυα. Χαρακτηριστικότερη των περιπτώσεων, είναι ο έρωτάς της με τον Άρη και η επ' αυτοφώρω σύλληψή τους από το σύζυγό της Ήφαιστο με άθραυστες αλυσίδες, από τις οποίες τελικά τους έσωσε ο Ποσειδώνας. Αυτό βέβαια δεν την εμπόδισε να συνεχίσει τις εξωσυζυγικές της δραστηριότητες, με συνέπεια να μην αποφύγει αρκετά παρόμοια επεισόδια.
Άρης
Ο αιμοδιψής Άρης, ήταν πολεμικός Θεός, ο οποίος εκπροσωπούσε τη μανία και το παράλογο του πολέμου. Όπως ήταν φυσικό, καμία πόλη δεν τον έκανε πολιούχο της ενώ δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και στον κύκλο των υπόλοιπων Θεών. Χαρακτηριστικό του οι πολλές διαμάχες με την έτερη πολεμική Θεά, την Αθηνά, έτσι όπως μας τις περιγράφει και ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Παραδόξως, ο καρπός του παράνομου έρωτά του με την Αφροδίτη, ήταν η Αρμονία. Ο Άρης ήταν γιος του Δία και της Ήρας. Εξαιτίας της ιδιαίτερης πολεμοχαρούς φύσης του αρκετοί συγγραφείς του 19ου αιώνα ισχυρίστηκαν ατεκμηρίωτα ότι ήταν ξένος θεός, καθώς θεωρούσαν ότι η ελληνική φαντασία αποκλείεται να δημιούργησε έναν τόσο βάρβαρο θεό. Στους μύθους ο Άρης εμφανίζεται πολεμοχαρής και προκλητικός και εκπροσωπεί την παρορμητική φύση του πολέμου. Είχε δύο γιους, τον Δείμο και τον Φόβο, που έδωσαν το όνομά τους στους αντίστοιχους δορυφόρους του πλανήτη Άρη.
Ο φτεροπόδαρος Ερμής, ήταν ο αγγελιοφόρος που έφερνε μηνύματα σε Θεούς και ανθρώπους, ιδιότητα που τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή ανάμεσα τους. Προστάτης των εμπόρων, των οδοιπόρων και των παλαιστών, εξελίχθηκε σε Θεό του πνεύματος. Αν και οι ερωτικές του περιπέτειες ήτανε πάμπολλες, δεν κατάφερε να κατακτήσει την Αφροδίτη που πάντοτε ποθούσε. Ακόμη λειτουργεί ως ψυχοπομπός, δηλαδή οδηγεί τις ψυχές των νεκρών στον Άδη (όπως μαθαίνουμε στην Οδύσσεια), αλλά είναι και προστάτης των κλεφτών, των τυχερών παιχνιδιών και του εμπορίου.
Η Άρτεμη, δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα, ήταν η αειπάρθενος Θεά της άγριας φύσης και του κυνηγιού, προστάτιδα των λεχώνων γυναικών και της υπαίθρου. Έτσι οι περιοχές όπου λατρεύονταν ήταν πάντα εύφορες ενώ στα μέρη που δεν την τιμούσαν, αντιμετώπιζαν την οργή της. Γι' αυτό και ένα από τα χαρακτηριστικά της ήτανε η σκληρότητά της απέναντι στους παραβάτες των δικών της κανόνων. Το τόξο, η φαρέτρα και το ελάφι την χαρακτήριζαν σαν εικόνα στην μυθολογία των Ελλήνων. Ένα από τα βασικότερα γνωρίσματα της Άρτεμης ήταν η καθολική της κυριαρχία στη φύση. Ήμερα και άγρια ζώα, ψάρια στα νερά και πουλιά στον αέρα ήταν όλα τους κάτω από την προστασία της. Ο πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Τρώων δε βρίσκει την Άρτεμη αδιάφορη. Μαζί με τον αδερφό της τον Απόλλωνα, τον Άρη, την Αφροδίτη και τη Λητώ συμμετέχει ενεργά με το μέρος των Τρώων. Τα σύμβολα της Άρτεμης ήταν πολλά και ποικίλα. Ξεκινούσαν από ζώα και φυτά και κατέληγαν σε όπλα: κατσίκα, τράγος, ελάφι, αρκούδα, σκύλος, φίδι, δάφνη, φοίνικας, κυπαρίσσι, σπαθί, φαρέτρα, ακόντιο και άλλα.
Απόλλωνας
Μέγας θεός του Ελληνικού Πανθέου , με γύρω στις 350 επικλήσεις, προσωνύμια και τοπικές λατρείες του, θεραπευτής, μάντις και ηλιακός (“Φοίβος”). Γεννήθηκε από το θεό Δία και τη θεομητρική θεότητα Λητώ . Ο Απόλλωνας ήταν ο Θεός του φωτός, της μουσικής και της Αρμονίας. Γεννημένος στο ιερό νησί της Δήλου, ανέβηκε από την πρώτη κιόλας μέρα στον Όλυμπο. Κάποτε, ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, έφτασε στους Δελφούς, σκότωσε το φοβερό Πύθωνα που φύλαγε τις πηγές (εξ' ου και το επίθετο "Πύθιος" και η ιέρεια "Πυθία") και ίδρυσε το πρώτο μαντείο. Ιερά φυτά του η δάφνη, ο ηλίανθος, η άρκευθος, η μυρίκη, το ηλιοτρόπιο και ο υάκινθος. Η Δάφνη είναι η γυναίκα που αγάπησε ο μεγάλος Έλληνας θεός όμως χωρίς μεγάλη επιτυχία. Έτσι μετά από θερμή επίκλήσή της στη Γαία μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο φυτό. Ο Απόλλων παρά του ότι δε βρήκε ανταπόκριση στο ερωτικό του κάλεσμα στη Δάφνη την τίμησε κάνοντας την το γνωστότερο ιερό του φυτό. Ο Υάκινθος αποτελεί επίσης ένα αγαπημένο πρόσωπο για τον θεό του Ήλιου. Όπως και στη Θεά Αθηνά, ιερός αριθμός του είναι το Επτά (δηλαδή ο αριθμος της πληρότητας, του πνεύματος και του μακροκόσμου)
Ήφαιστος
Ο Ήφαιστος, ο δύσμορφος Θεός, που όμως ήταν πανέξυπνος και εφευρετικότατος, άρχοντας των κατασκευών και της μεταλλουργίας, επιδέξιος και δυνατός τεχνίτης. Όχι μόνο έπλασε με πηλό την πρώτη θνητή γυναίκα (την Πανδώρα), αλλά έφτιαξε και τα πρώτα ρομπότ / αυτόματα: τον Τάλω (φρουρό της Κρήτης), χρυσά κορίτσια, χάλκινα σκυλιά.
Δήμητρα
Η Δήμητρα, Θεά της βλάστησης και της γεωργίας, προστάτευε ιδιαίτερα τις καλλιέργειες δημητριακών και τους αγρότες. Ήταν επίσης αυτή που θέσπισε τα Ελευσίνια Μυστήρια. Μια από τις μεγαλύτερες και παλαιότερες θεές του αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, η Δήμητρα, στον έρωτα, ήταν μια από τις πλέον ακατάδεκτες θεές. Όμως, ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο κατόρθωσε να την ξεγελάσει κι από την ένωσή τους προέκυψε η Περσεφόνη. Η Δήμητρα και η κόρη της Περσεφόνη ήταν οι κεντρικοί χαρακτήρες στα Ελευσίνια μυστήρια και πιθανότατα ήταν θεότητες που λατρευόντουσαν πριν από το Δωδεκάθεο.Στο έργο Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου η Δήμητρα εμφανίζεται σαν το δεύτερο παιδί του Κρόνου και της αδελφής του Ρέας (μετά την Εστία). Εκτός από τη Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου σημαντικές πηγές όπου αναφέρεται η Δήμητρα είναι οι Ομηρικοί Ύμνοι που αναφέρονται σε αυτήν, ο Ησίοδος με τη Θεογονία του και ο Παυσανίας.
Η Αθηνά κατά την Ελληνική μυθολογία ήταν η θεά της σοφίας, της στρατηγικής και του πολέμου. Η ετοιμολογία του ονόματος Αθηνά προέρχεται από το Α-θεο-νόα ή Η-θεο-νόα, δηλαδή η νόηση του Θεού κατά τον Πλάτωνα . Συσχετίζεται από τους Ετρούσκους με τη θεά τους Μένρβα, και αργότερα από τους Ρωμαίους ως Μινέρβα, συμβολίζεται από μια κουκουβάγια, έφερε μια ασπίδα από δέρμα κατσίκας, ονομαζόμενη Αιγίς που της είχε δοθεί από τον πατέρα της και συνοδεύεται από τη θεά Νίκη. Η Αθηνά συχνά βοήθησε ήρωες. Είναι οπλισμένη, ποτέ ως παιδί, πάντα παρθένος. Ο Παρθενώνας στην Αθήνα είναι ο πιο διάσημος ναός αφιερωμένος σ' αυτήν. Ποτέ δεν είχε σύντροφο ή εραστή, αν και μια φορά ο Ήφαιστος προσπάθησε και απέτυχε. Ο Ηρόδοτος και ο Πλάτων λανθασμένα ταυτίζουν την Αθηνά με τη Λίβυα θεά Νέιθ. Η Αθηνά ήταν η αγαπημένη κόρη του Δία. Μητέρα της ήταν η Μήτις, πρώτη γυναίκα του Δία. Ο ίδιος ο Δίας, φοβούμενος ότι η Μήτις θα γεννούσε ένα γιο ισχυρότερο από τον ίδιο, την κατάπιε. Αργότερα, ο Δίας άρχισε να υποφέρει από πονοκεφάλους και κάλεσε τον Ήφαιστο να τον βοηθήσει. Τότε ο Ήφαιστος με ένα μεγάλο σφυρί χτύπησε το κεφάλι του Δία και πετάχτηκε η Αθηνά πάνοπλη, φορώντας περικεφαλαία και κρατώντας μια ασπίδα. Η Αθηνά και ο Ποσειδώνας διεκδικούσαν την ίδια πόλη. Ανέβηκαν λοιπόν στο βράχο της Ακρόπολης και ενώπιον των Αθηναίων αποφάσισαν ότι όποιος προσέφερε το ωραιότερο δώρο θα την αποκτούσε. Ο Ποσειδώνας χτύπησε σε μια πλευρά του λόφου με την τρίαινά του και αμέσως ανάβλυσε ένα πηγάδι. Ο λαός θαύμασε, αλλά το νερό ήταν αλμυρό σαν το νερό της θάλασσας, που κυρίευε ο Ποσειδώνας κι έτσι δεν ήταν πολύ χρήσιμο. Το δώρο της Αθηνάς ήταν ένα δέντρο ελιάς, κάτι που ήταν καλύτερο, μιας και παρείχε στην πόλη τροφή, λάδι και ξυλεία. Έτσι, κέρδισε τη μονομαχία η Αθηνά και ονόμασε την πόλη της Αθήνα.
Ποσειδώνας
Στην Ελληνική μυθολογία ο Ποσειδώνας είναι ο Θεός της θάλασσας, των ποταμών, των πηγών και των πόσιμων νερών.Γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία κατοικούσε πότε στον Όλυμπο και πότε στο παλάτι του στα βάθη της θάλασσας, όπου ζούσε και η γυναίκα του, η Νηρηίδα Αμφιτρίτη. Κατά μια εκδοχή μεγάλωσε στη Ρόδο όπου, μετά την ένωσή τους με την Αλία, αδελφή των Τελχινών, γεννήθηκαν έξι γιοι και μια κόρη, η Ρόδη, που έδωσε το όνομά της στο νησί. Ήταν πατέρας ακόμα του Θησέα, αλλά και του Προκρούστη και του Σκίρωνα και γιγάντων: των δίδυμων Ώτου και Εφιάλτη (από την ένωσή του με την Ιφιμέδεια, κόρη του βασιλιά της Θεσσαλίας), του Τιτυού (από την Ελαρά, κόρη του Ορχομενού και του Ωρίωνα (από την Ευρυάλη, κόρη του Μίνωα. Θεωρούνταν ακόμα εξημερωτής του πρώτου αλόγου αλλά και γεννήτορας του μυθικού αλόγου Πήγασου. Σαν θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας ταξίδευε με το χρυσό άρμα του πάνω στα κύματα, που άνοιγαν χαρούμενα στο πέρασμά του, ενώ γύρω του έπαιζαν δελφίνια. Με την τρίαινά του μπορούσε τόσο να δημιουργεί τρικυμίες όσο και να ηρεμεί τα νερά. Θεωρούνταν προστάτης των ναυτικών και των ψαράδων κι ακόμα, σαν υπεύθυνο για γεωλογικά φαινόμενα όπως τους σεισμούς, του προσφέρονταν θυσίες και επικλήσεις για τη σταθερότητα του εδάφους και την ασφάλεια των κτιρίων, ενώ τιμούνταν και με ιπποδρομίες. Σύμβολά του ήταν η τρίαινα, το ψάρι (συνήθως τόνος ή δελφίνι) και σπανιότερα το άλογο ή ο ταύρος. Η προσωπική του έχθρα με τον Οδυσσέα, ήταν η αιτία που ο τελευταίος χρειάστηκε να θαλασσοδέρνει για δέκα χρόνια ώσπου να καταφέρει να επιστρέψει στην Ιθάκη.
Ήρα
Στην ελληνική μυθολογία, η Ήρα ήταν αδερφή και γυναίκα του Δία, κόρη του Κρόνου και της Ρέας. Ήταν η θεά του γάμου και προστάτιδα των γυναικών. Ζήλευε τον άνδρα της Δία για τις απιστίες του προς αυτήν και πολλές φορές εκδικούνταν τις γυναίκες με τις οποίες την απατούσε ο Δίας. Η γέννηση της βασίλισσας των θεών τοποθετείται σε διάφορα σημεία.Μερικά από αυτά είναι η Σάμος ή η Στυμφαλία ή η Εύβοια. Η μοίρα της δεν ήταν διαφορετική από αυτή των αδερφών της. Ο Κρόνος την κατάπιε, προσπαθώντας να πολεμήσει τη μοίρα του,καθώς η Γαία και ο Ουρανός του είχαν προφητεύσει πως ένας απόγονος του θα διεκδικούσε την εξουσία.Μόνο όταν η Ρέα κατόρθωσε, με τέχνασμα, να ξεγελάσει τον Κρόνο, τότε η Ήρα, μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια της, ξαναείδε το φως. Μετά την εκθρόνιση του Κρόνου, ο Δίας τη ζήτησε σε γάμο. Εκείνη αρνήθηκε.Τρελός από έρωτα για την αδερφή του ο Δίας δεν παραιτήθηκε από τους σκοπούς του. Μια βροχερή, χειμωνιάτικη μέρα, καθώς η θεά περπατούσε στο δάσος, ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κούκο και έπεσε στα πόδια της ανυποψίαστης Ήρας. Η θεά λυπήθηκε το μισοπαγωμένο πλασματάκι. Έσκυψε, το πήρε στην αγκαλιά της, το χάιδεψε και το ζέστανε στους παρθενικούς της κόρφους. Τότε ο βασιλιάς των θεών πήρε την πραγματική του μορφή.Επιβλητικός και πανίσχυρος εξουδετέρωσε και τις τελευταίες αντιστάσεις της θεάς. Η Ήρα νικήθηκε, υποτάχτηκε, έγινε για πάντα δική του, αφού πρώτα εξασφάλισε "υπόσχεση γάμου". Κατα μία εκδοχή ο μύθος της ένωσης του Δία και της Ήρας συμβόλιζε την ένωση της καθαροτητας του Ουρανού (εκφραστής του ο Δίας) με τον Αέρα,στοιχείο ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο,που εκφραστής του ήταν η Ήρα. Από το γάμο της Ήρας και του Δία γεννήθηκαν ο Άρης,η Ήβη και η Ειλείθυια. Σύμφωνα με τον Όμηρο γεννήθηκε και ο Ήφαιστος ενώ κατα τον Ησίοδο η Ήρα γέννησε μόνη της τον Ήφαιστο χωρίς τη συμμετοχή του Δία. Συχνά η Ήρα περιγραφόταν ή απεικονιζόταν κρατώντας κάποιο σκήπτρο ως σύμβολο κυριαρχίας ή έχοντας στα χέρια της ρόδι (σύμβολο γονιμότητας). Άλλα γνωστά σύμβολα της Ήρας ηταν το παγώνι, ο κούκος που συμβόλιζε τον ερχομό της άνοιξης και διάφορα λουλούδια και φυτά που συμβόλιζαν την ευλογία της φύσης. Προς τιμή της Ήρας, γίνονταν γιορτές σε πολλές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας και ονομαζόταν Ηραία. Τα λαμπρότερα Ηραία γινότανε στο Άργος, τη Σάμο και την Ολυμπία. Οι ναοί προς τιμήν της Ήρας είχαν το όνομα Ηραίον. Το πιο σημαντικό Ηραίον στον Ελλαδικό χώρο είναι το Ηραίον της Σάμου.
Ο Δίας ή Ζευς είναι ο νεότερος γιος του Κρόνου και της Ρέας. Είναι η ύψιστη θεότητα του αρχαιοελληνικού πανθέου, καθώς και θεός του ουρανού και του κεραυνού . Η γέννησή του αρχίζει με τους πόνους της Μεγάλης Μητέρας Ρέας στη Λύκτυ της Κρήτης, όπου έκρυψε το παιδί της στο σπήλαιο του βουνού Αιγαίου. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση ο Ζεύς γεννήθηκε στην Αρκαδία, στο όρος Λυκαίον. Κατόπιν έλουσε το βρέφος στην πηγή του ποταμού Νέδα, που ανέβλυσε τότε για πρώτη φορά και κατόπιν μετέβη στην Κρήτη όπου τον παρέλαβαν για να τον φροντίσουν οι Δικταίες νύμφες, οι συντρόφισσες των Κουρητών ή Κορυβάντων. Στην Κρήτη αναφέρονται αρκετά σπήλαια που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εμπλέκονται στην ανατροφή ή την προστασία του θεού. Ο Δίας υπήρξε ανέκαθεν μετεωρολογικός θεός, ελεγκτής της αστραπής, του κεραυνού και της βροχής. Ο Θεόκριτος περίπου το 265 Π.Κ.Ε. έγραψε: «άλλοτε είναι καθαρός ο Δίας, άλλοτε βρέχει». Στό ομηρικό έπος της Ιλιάδας έστελνε τους κεραυνούς στους εχθρούς του. Άλλα εμβλήματά του, ήταν ο αετός και η αιγίς.
Monday, May 25, 2009
Η ιστορία των Δελφών
Monday, May 18, 2009
Η αιματηρή θυσία στην αρχαία Ελλάδα
Στις μυθικές παραδόσεις η αρχή της θυσίας συμπίπτει συνήθως με την αρχή της ανθρώπινης ζωής όπως τη γνωρίζουμε. Το επεισόδιο της ίδρυσης της αιματηρής θυσίας με ανθρώπινη συμμετοχή στην κατάλωση του θύματος από τον Προμηθέα βρίσκεται στο κέντρο της Θεογονίας του Ησιόδου και είναι ένα από τα ελάχιστα σημεία όπου γίνεται λόγος για τους ανθρώπους. Το θέμα της μοιρασιάς των τιμών (κοσμικών βασιλείων, αρμοδιοτήτων, εξουσιών) που διατρέχει όλο το ποίημα εμφανίζεται κι εδώ: η άνιση και απατηλή μοιρασιά ενός ζώου θα καθορίσει και το μερίδιο, τη μοίρα, θεών και ανθρώπων. Προσπαθώντας να εξαπατήσει τον Δία εις όφελος των ανθρώπων ο γιος του Τιτάνα Ιαπετού θα υπονομεύσει άθελά του την κατάστασή τους: το πλούσιο σε κρέας μερίδιο που προορίζεται γι' αυτούς σφραγίζει την εξάρτησή τους από τη γαστέρα: πρέπει να τρώνε για να ζήσουν, άρα και να εργάζονται και να θυσιάζουν ζώα χάρη στη φωτιά (την οποία και θα κρατήσουν, με το κόστος ενός καλού κακού, δηλαδή της γυναίκας). Αντίθετα, η φτωχή μερίδα, τα καλυμμένα με λίπος μηριαία οστά, που καίγονται στη φωτιά, γίνονται σύμβολο της αθανασίας των θεών. Το επεισόδιο υπογραμμίζει τον ρόλο της θυσίας ως πράξης που θέτει όρια ανάμεσα σε θεούς, θνητούς και ζώα, σημαίνει την έξοδο από τη χρυσή εποχή της σύγχυσης, κατά την οποία οι άνθρωποι κάθονταν στο ίδιο τραπέζι με τους θεούς, και τη θεσμοθέτηση μιας από απόσταση «κάθετης» επικοινωνίας μέσω του καπνού που ανεβαίνει από τον βωμό.
Ο χώρος και ο χρόνος της θυσίας οριοθετείται μέσω κυκλικής πορείας του ιερέα γύρω από τον βωμό από τα αριστερά προς τα δεξιά, όπως φαίνεται τουλάχιστον να δείχνει η έκφραση ενδεξιούσθαι βωμόν. Η οριοθέτηση αυτή ολοκληρώνεται με τον τελετουργικό καθαρμό, που περιλαμβάνει όχι μόνο τη νίψη των χεριών, αλλά και το ράντισμα (με τη βοήθεια ενός κλαδιού που αφαιρείται από τον βωμό) του ζώου, του βωμού και των παρευρισκομένων. Τόσο το ράντισμα με τη χέρνιβα όσο και με τους σπόρους του κριθαριού που περιέχει το κάνιστρο (άρχεσθαι χέρνιβα / κανά) δηλώνουν την αμετάκλητη πλέον αρχή της θυσίας και ενώνουν ήδη τα πρόσωπα σε μια θυσιαστική κοινότητα.
Ακολουθεί ο τεμαχισμός του ζώου στην τράπεζα, κατ' αρχήν με βάση τις αρθρώσεις του ζώου. Αρχικά αφαιρούνται τα σπλάγχνα και τα μηριαία οστά. Εκτός απ' αυτά, στον βωμό ρίχνονται παραδοσιακά η χολή και η οσφυϊκή χώρα μαζί με την ουρά (την καμπύλη της ουράς, που θα πρέπει να αποτελούσε σημάδι για την αποδοχή ή όχι της θυσίας από τον αποδέκτη θεό, βλέπουμε να εξέχει από την πυρά σε πολλές αγγειογραφίες). Η εξέταση των σπλάχνων, κυρίως του ήπατος (ιεροσκοπία), είναι συχνή σε πολεμικά συμφραζόμενα.
Ακολουθεί η εκδορά του ζώου και το τομάρι του προσφέρεται ως γέρας στον ιερέα. Το υπόλοιπο κρέας τεμαχίζεται κατά τρόπο γεωμετρικό σε ίσες μερίδες διαφορετικής αξίας ανάλογα με το μέρος του ζώου από το οποίο προέρχονται και συνήθως βράζει σε λέβητες. Στη δημόσια θυσία η διανομή του αποτυπώνει τόσο σχέσεις ισότητας όσο και τις εκάστοτε τιμητικές διακρίσεις. Το κοινό γεύμα μπορεί να λάβει χώρα επί τόπου και πολλές φορές απαγορεύεται ρητά η μεταφορά του κρέατος εκτός του ιερού (ου φορά). Αλλοτε πάλι το κρέας μεταφέρεται ή και διατίθεται σε κρεοπωλεία για μεταπώληση. Απ' ό,τι φαίνεται (χωρίς να μπορούμε να θίξουμε εδώ το πρόβλημα της κατανάλωσης ζώων από κυνήγι), το κρέας που καταναλωνόταν από τους αρχαίους Ελληνες είχε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περάσει από τους τελετουργικούς μηχανισμούς.
Η συμμετοχή στη θυσιαστική πρακτική αποτελεί τόσο συνειδητοποίηση της σωστής απόστασης που χωρίζει τους ανθρώπους αφενός από τους θεούς αφετέρου από τα ζώα, όσο και ισχυρό παράγοντα συνοχής της πόλεως και των υποομάδων που εντάσσονται σ' αυτήν (οίκος, φρατρία, δήμος...).
Tuesday, May 12, 2009
Η συμμετοχή των αρχαίων Μακεδόνων στους Ολυμπιακούς Αγώνες
Η μεγάλη αυτή μετατόπιση του κέντρου του Ελληνισμού από το νότο στο βορρά, άρχισε με την εμφάνιση του Μακεδόνα Βασιλέα Φιλίππου Β΄. Οι νίκες του και η ταυτόχρονη παρακμή των άλλων Ελληνικών κρατών-πόλεων, δημιούργησε ένα ψυχολογικό κλίμα ζήλιας και δυσφορίας στους άλλους Έλληνες και κυρίως στους Αθηναίους, όπου διαμορφωνόταν η κοινή γνώμη της Ελλάδος, κατά των, κατά κάποιον τρόπο, αγνώστων σε πολιτική και πνευματική επικοινωνία Μακεδόνων. Όλες οι κατηγορίες περί «βαρβαρισμού» των Μακεδόνων, δεν προέρχονται από φιλοσόφους, ιστορικούς, ποιητές ή άλλους συγγραφείς, αλλά από πολιτικούς ρήτορες και μάλιστα Αθηναίους.
Ο Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας Δημοσθένης, ο κύριος πολέμιος του Βασιλέα Φιλίππου Β΄, μιλώντας στους Αθηναίους είπε «... μήπως όλες μας οι ισχυρές θέσεις δεν βρίσκονται στα χέρια αυτού του ανθρώπου; Δεν θα υποστούμε τη χειρότερη ταπείνωση; Δεν βρισκόμαστε ήδη σε πόλεμο με αυτόν; Δεν είναι εχθρός μας; Δεν κατέχει δικά μας εδάφη; Δεν είναι βάρβαρος; Τα χειρότερα των επιθέτων δεν του αρμόζουν;». Στον μεγάλο θυμό του ο Δημοσθένης μίλησε όπως κάνουν όλοι μέχρι σήμερα που βρίζουν κάποιον με πολλά «κοσμητικά» επιθετικά. Όταν ο Δημοσθένης είπε τον Φίλιππο «βάρβαρο», δεν εννοούσε τον Φίλιππο «μη Έλληνα». Αυτό συνάγεται και από το ότι εις τον λόγο του τον Ολυνθιακό Β΄, επαινεί το κράτος των Μακεδόνων, αλλά και διότι δεν θα διενοείτο να αποκαλέσει οιονδήποτε μη Έλληνα ως «βάρβαρο», διότι η δική του καταγωγή του ήταν «βαρβαρική». Ο Αισχύνης στο λόγο του κατά Κτησιφόντα αποκαλεί τον Δημοσθένη συκοφάντη, διότι από τη Σκίθα μητέρα του είναι ... «βάρβαρος» και μόνο κατά τη γλώσσα «Ελληνίζει».
Ο Μακεδόνας Βασιλέας Αλέξανδρος Α΄, που ήταν φιλότεχνος και φίλος του Πινδάρου, έλαβε μέρος στους 80ους Ολυμπιακούς αγώνες, το 460 π.Χ. Έτρεξε σε αγώνα δρόμου στην Ολυμπία και ήλθε με πολύ μικρή διαφορά δεύτερος. Αυτό απετέλεσε όχι μόνο την αφετηρία της συμμετοχής των Μακεδόνων εις τους Ολυμπιακούς αγώνες, αλλά και ένα σημαντικό γεγονός με πανελλήνια απήχηση για την επαφή και επικοινωνία των Μακεδόνων με τους λοιπούς Έλληνες, το οποίο απέβη αποφασιστικό για τα πεπρωμένα του Ελληνισμού.
Μακεδόνες, που έλαβαν μέρος εις τους Ολυμπιακούς αγώνες, ήταν οι ακόλουθοι:
* Ο Βασιλέας Αλέξανδρος Α, στην 80η Ολυμπιάδα, το 460 π.Χ. Έτρεξε το Στάδιο και ήλθε δεύτερος με διαφορά στήθους.* Ο Βασιλέας Αρχέλαος Περδίκας, αγωνίσθηκε στην 93η Ολυμπιάδα, το 408 π.Χ. και κέρδισε στους Δελφούς στο αγώνισμα των τεθρίππων.* Ο Βασιλέας Φίλιππος Β΄ αναδείχθηκε τρεις φορές Ολυμπιονίκης. Στην 106η Ολυμπιάδα, το 356 π.Χ. έτρεξε με το άλογό του. Στην 107η Ολυμπιάδα, το 352 π.Χ. έτρεξε με τα τέθριππά του. Στην 108η Ολυμπιάδα, το 348 π.Χ., νίκησε στη συνωρίδα.* Ο Κλίτων νίκησε στο Στάδιο στην 113η Ολυμπιάδα, το 328 π.Χ.* Ο Δαμασίας ο Αμφιπολίτης έτρεξε το Στάδιο και νίκησε στην 115η Ολυμπιάδα, το 320 π.Χ.* Ο Λάμπου ο Φιλιππίσιος, αναδείχθηκε νικητής τεθρίππων στην 119η Ολυμπιάδα, το 304 π.Χ.* Ο Αντίγονος έτρεξε το Στάδιο και νίκησε στην 122η Ολυμπιάδα, το 292 π.Χ. και στην 123η Ολυμπιάδα το 288 π.Χ.* Ο Σέλευκος έτρεξε το Στάδιο και νίκησε στην 128η Ολυμπιάδα, το 268 π.Χ.* Στην 128η Ολυμπιάδα, το 268 π.Χ., νίκησε μια γυναίκα από τη Μακεδονία στο αγώνισμα των συρομένων από πώλους αρμάτων (συνωρίδα πώλων). Ο Παυσανίας αναφέρει «νικητές λένε πως αναδείχθηκαν στη συνωρίδα μια γυναίκα Βελεστίχη από την παραθαλάσσια Μακεδονία».
Ο Παυσανίας αναφέρει το Φιλιππείον της Ολυμπίας: «Μέσα στην ΄Αλτι βρίσκονται το Μητρώο και ένα οίκημα που ονομάζεται Φιλιππείο ... το έκτισε ο Φίλιππος μετά τη μάχη στη Χαιρώνεια ... υπάρχουν αγάλματα του Φιλίππου, του Αλεξάνδρου, του Αμύντα ... είναι έργα του Λεωχάρους από ελέφαντα και χρυσό όπως και τα αγάλματα της Ολυμπιάδος και Ευρυδίκης». Ο Παυσανίας αναφέρει ακόμα διάφορα αφιερώματα και αγάλματα που έγιναν με εντολή διαφόρων και μνημονεύει «από τους Μακεδόνες ανέθεσαν οι κάτοικοι του Δίου, μιας πόλης από τα Πιέρια όρη, άγαλμα (που εικονίζει) τον Απόλλωνα να κρατεί το ελάφι».
Στις ανασκαφές της Βεργίνας βρέθηκε Τρίποδας, που φυλάσσεται στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης, στον οποίο υπάρχει, η επιγραφή: «Είμαι από τους αγώνας, τα Ηραία του ΄Αργους». Κατά ερμηνεία του Ανδρόνικου ο Τρίποδας ανήκε εις τον Αλέξανδρον τον Α΄ και ήταν οικογενειακό κειμήλιο.
Ο Βασιλεύς Αρχέλαος (413-399 π.Χ.) καθιέρωσε εις το ΔΙΟΝ λαμπρούς αγώνες ανά διετία δια τον Ολύμπιο Δίο «τα εν ΔΙΩ ΟΛΥΜΠΙΑ», που διαρκούσαν 9 ημέρες, όσες και οι εννέα Μούσες, οι οποίες προήρχοντο από τα Πιέρια Όρη της Μακεδονίας και κατά την διάρκειά των διδάσκονταν τραγωδίες αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
Ο Βασιλέας Αρχέλαος Α΄ (413-399 π.Χ.) οργάνωσε το στρατό και τις συγκοινωνίες και μετέφερε την πρωτεύουσα από τις Αιγές στην Πέλλα. Στην Αυλή του έζησαν ο τραγικός ποιητής Αγάθων, ο επικός Χορίλος, ο διθυραμβοποιός Τιμόθεος, ο τραγικός ποιητής Μελανιπίδης και ο ιατρός και γιός του Ιπποκράτη Θεσσαλός. Ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης στην αυλή του Αρχέλαου συνέθεσε τις τραγωδίες του «ΑΡΧΕΛΑΟΣ» και «ΒΑΚΧΕΣ». Ο Ευριπίδης πέθανε και ετάφη στη Μακεδονία.
Στη Μακεδονία ανακαλύφθηκαν ήδη τρία αρχαία θέατρα. Του Δίου, 5ου αιώνα π.Χ., της Βεργίνας (Αιγών), 4ου αιώνα π.Χ. και των Φιλίππων. Σ' όλα αυτά τα θέατρα παίζονταν αρχαίες Ελληνικές τραγωδίες. Στο θέατρο του Δίου μάλιστα, που είναι ανάλογο με εκείνο της Επιδαύρου, πρωτοπαίχθηκαν οι «Βάκχες», ο «Αρχέλαος» και κατά μία άποψη και η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη. Θέμα της τραγωδίας «Αρχέλαος» ήταν η γνωστή παράδοση σχετικά με την μετανάστευση του Αργείου Τημενίδου, Πρίγκιπα της Μακεδονίας και ιδρυτή του Οίκου των Αιγών. Οι τραγωδίες αυτές όπως και όλες οι άλλες που διδάχθηκαν στα θέατρα αυτά, γράφτηκαν στην Ελληνική γλώσσα, γιατί προφανώς απευθύνονταν σε Έλληνες θεατές, τους Μακεδόνες.
Το ΔΙΟΝ, το ιερό των Μακεδόνων, είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας (1500 στρέμματα), με συγκρότημα λουτρών, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 4.000 τ.μ., με ψηφιδωτό δάπεδο, με λεκάνες με μαρμάρινη επένδυση και με τμήμα του συστήματος πολυκαύστων, καθώς και με πολυτελείς αίθουσες, με κιονοστοιχίες και ψηφιδωτά δάπεδα, με σύστημα παροχής και αποχέτευσης νερού, με πήλινους, μολύβδινους και κτιστούς αγωγούς. Το ΔΙΟΝ συνεπώς έπρεπε να αποτελέσει, λόγω και των πνευματικών αγώνων, την αφετηρία της πολιτιστικής Ολυμπιάδος. Δυστυχώς αγνοήθηκε.
Η «Ελληνιστική Εποχή» αποτελεί τεράστιο θέμα και θα φωτισθεί όπως πρέπει μόνο αν δημιουργηθεί Πανεπιστημιακή Έδρα για να διερευνηθεί πλήρως και να γίνει γνωστός στον Ελληνισμό και στον λοιπό κόσμο, ο ρόλος του Ελληνισμού και εις το Ισλάμ, γεγονός που αποτελεί κατά τον καθηγητή Κωνσταντίνο Ρωμανό τον ελλείποντα κρίκο στην Ιστορία του Πολιτισμού. Η επίδραση της Ελληνικής πολιτιστικής και πνευματικής κληρονομιάς που μετεδόθη από τους Μακεδόνες στους λαούς της πρόσω Ασίας, αναφέρεται από όλους τους Αρχαίους συγγραφείς.
Ο Πλούταρχος αναφέρει «Ολόκληρος η Ασία εξημερωθείσα από τον Αλέξανδρο ανεγίγνωσκε τον Ομηρο και τις Τραγωδίες του Ευριπίδη και Σοφοκλή.» Δεν είναι τυχαίο ότι το Κοράνιο αναφέρει τον Αλέξανδρο ως Προφήτη. Οι Εβραίοι υιοθέτησαν το όνομά του. Οι Βουδισταί τον λάτρευσαν ως Ισόθεο. Ο Μέγας Βασίλειος, ως και ’γιος Νεκτάριος, προβάλλουν τον Αλέξανδρο. Ο Διόδωρος χαρακτηριστικά αναφέρει «... Τους εχθρούς ηνάγκαζε ευδαιμονείν ο νικήσας».
Friday, May 8, 2009
Η Ιατρική Στην Αρχαία Ελλάδα
Οι Έλληνες είχαν τον μεγάλο ναό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο και πολλούς άλλους ναούς σε όλη τη χώρα που λέγονταν ``Ασκληπιεία΄΄ (στην ουσία ήταν θεραπευτήρια) το σημαντικότερο από τα οποία ήταν στο νησί Κω. Στους χώρους αυτούς προσέρχονταν οι ασθενείς. Εκεί οι ιερείς του θεού τους έδιναν διάφορα φάρμακα από βότανα και τους συνιστούσαν την κατάλληλη δίαιτα. Οι ασθενείς εξαγνίζονταν και προσέφεραν τα δώρα τους στους ναούς. Κατόπιν κατέλυαν σε δωμάτια στα οποία τη νύκτα ερχόταν, υποτίθεται, ο θεός μεταμορφωμένος – συνήθως σε φίδι – και τους θεράπευε. Στην πραγματικότητα η θεραπεία γινόταν από τους ιερείς που χρησιμοποιούσαν φυσικά φάρμακα και συχνά έκαναν και χειρουργικές επεμβάσεις!!!
Στην Επίδαυρο ο Ασκληπιός λατρευόταν από τον 16ο αιώνα π.Χ. Αρχικά ο θεός λατρευόταν στο ναό της Επιδαύρου. Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου είχε περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με το Ασκληπιείο της Κω που είχε περισσότερο επιστημονικό χαρακτήρα. Ο ναός του Ασκληπιού στην Επίδαυρο είχε στο εσωτερικό του το χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού που ήταν καθισμένος στον θρόνο του κρατώντας ένα ραβδί. Στο Ασκληπιείο έρχονταν άρρωστοι από όλη την Ελλάδα και μετά από όλο τον γνωστό κόσμο. Οι ασθενείς αρχικά έκαναν θυσία στον πατέρα του Ασκληπιού, Απόλλωνα, που ήταν και αυτός ιατρός. Μάλιστα, ο Απόλλωνας εθεωρείτο και αυτός θεός της ιατρικής και επιδέξιος χειρούργος. Στο ιερό του Ασκληπιού υπήρχαν ιατρικά εργαλεία, όπως νυστεριά, και γίνονταν και ιατρικές επεμβάσεις! Στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου υπήρχε ένας χώρος, το ``άβατον΄΄, όπου κοιμόταν ο ασθενής. Κατά τον ύπνο του δινόταν με ενόραση ο τρόπος με τον οποίον θα έπρεπε να ενεργήσει, ώστε να θεραπευτεί και να θεραπεύσει και τους άλλους. Τον 4ο αιώνα π.Χ. στο Ασκληπιείο δημιουργήθηκε και ιαματική πηγή και οι ασθενείς έκαναν τα ευεργετικά για την υγεία τους ιαματικά λουτρά όπως κάνουν και σήμερα στις λουτροπόλεις. Την ίδια εποχή στο μονόροφο κτίριο του Ασκληπιείου στην Επίδαυρο χτίσθηκαν άλλοι δυο όροφοι, για να εξυπηρετηθούν οι δεκάδες ασθενών που συνέρρεαν από όλη τη χώρα.
Ο πρώτος που θεμελίωσε την ιατρική ήταν ο φιλόσοφος (μαθητής του Πυθαγόρα) Αλκμαίων (τέλος 6ου – αρχές 5ου αιώνα π.Χ.) από τον Κρότωνα, ελληνική αποικία της Κάτω Ιταλίας. Πρώτος υποστήριξε ότι ο εγκέφαλος είναι το κέντρο των αισθήσεων και των οργανικών λειτουργιών. Ο Αλκμαίων έγραψε το πρώτο ιατρικό βιβλίο: το ``Περί Φύσεως΄΄ (συνηθισμένος τίτλους για τους παλαιότερους φιλοσόφους). Ο Αλκμαίων, εκτός των άλλων, περιέγραψε το οπτικό νεύρο και την ευσταχιανή σάλπιγγα στο ους. Επίσης, επινόησε χειρουργικά εργαλεία και έκανε χειρουργικές επεμβάσεις στον εγκέφαλο. Ο Χαλκίδιος χαρακτηρίζει τον Αλκμαίων ως πατέρα της ανατομίας, ενώ άλλοι τον χαρακτηρίζουν ως πατέρα της ιατρικής. Ο γράφων τον χαρακτηρίζει παππού της ιατρικής! Ο Αλκμαίων θεμελίωσε την ιατρική, ενώ αργότερα ο Ιπποκράτης την ανήγαγε σε επιστήμη.
Η φήμη του Ιπποκράτη ήταν τεραστία και επηρέασε όλους τους μετέπειτα φιλοσόφους και ιατρούς (ιατροφιλόσοφους). Ο Ιπποκράτης έγραψε και τον περίφημο όρκο στον οποίον ακόμα και σήμερα ορκίζονται οι απόφοιτοι όλων των ιατρικών σχολών του πλανήτη. Μεταξύ των άλλων ο όρκος λεει: ``…Θα συνιστώ στους αρρώστους μου την δίαιτα που η επιστήμη και η κρίση μου θεωρεί σωστότερη και θα διώξω από αυτούς κάθε βλάβη και επιζήμια τροφή. Ποτέ δεν θα τους δώσω δηλητήριο (βλ. σήμερα ευθανασία), ούτε θα τους δώσω λανθασμένες συμβουλές (βλ. σήμερα ιατρικά σφάλματα και ιατρική αμέλεια). Επίσης, δεν θα εμποδίσω τις γυναίκες να συλλάβουν (στην αρχαία Ελλάδα η οικογένεια και τα παιδία ήταν κάτι ιερό) και δεν θα τις βοηθήσω να κάνουν έκτρωση (βλ. σήμερα ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και αμβλώσεις). Πάνω απ’ όλα θα διατηρήσω αγνή τη ζωη μου και αμόλυντη την τέχνη μου. Σε οποίο σπίτι μπω θα προσφέρω μόνον βοήθεια στους αρρώστους και θα απομακρυνθώ από κάθε άδικη πράξη και βέβηλη επαφή. Και ότι ακούσω από εδώ και πέρα κατά την άσκηση των ιατρικών μου καθηκόντων, σχετικά με την κοινή ζωη των ανθρώπων, αν δεν μου επιτρέπεται, θα σιωπώ και θα το κρατήσω μυστικό, καλά φυλαγμένο΄΄. Με την τελευταία του φράση ο Ιπποκράτης εισάγει και την έννοια του ιατρικού απορρήτου.
Ιπποκράτης είχε σχολή στην Κω και έγραψε 59 βιβλία. Πρώτος μίλησε για τις ασθένειες οξείας μορφής που, όπως έλεγε, σκοτώνουν τους περισσότερους ασθενείς. Μίλησε και για τις χρόνιες ασθένειες. Επίσης, περιέγραψε πολλές ασθένειες και συμπτώματα όπως την πλευρίτιδα, την πνευμονία, τον ``φρενίτιν΄΄ (πυρετός με παραλήρημα), τον λήθαργο, τον ``καύσον΄΄ (υψηλός πυρετός) κτλ. Ο Ιπποκράτης έδωσε τεράστια σημασία στην πρόληψη των ασθενειών και είναι γνωστή η φράση του: ``κάλλιον (καλύτερα) τό προλαμβάνειν, παρά τό θεραπεύειν΄΄. Αυτή ήταν και η γενικότερη πεποίθηση των αρχαίων Ελλήνων που ακολουθούσαν υγιεινή ζωή: με την σωστή διατροφή (πρότυπο διατροφής η αρχαιοελληνική) και την συνεχή άσκηση (από τα παιδικά τους χρόνια). Παράλληλα, λίγοι γνωρίζουν ότι ο Ιπποκράτης θεμελίωσε ακόμα και την ομοιοπαθητική, αιώνες πριν τον ιδρυτή της. Αυτός ήταν ο Γερμανός ιατρός Samuel Hahnemann που άρχισε τα πειράματά του το 1813, σε 183 ασθενείς με τύφο στα οποία είχε επιτυχία 99. 95%!!! Ο Ιπποκράτης θεμελίωσε την ομοιοπαθητική με την περίφημη φράση του: ``τα όμοια των ομοίων εισίν ιάματα΄΄, δηλαδή το όμοιο μπορεί να θεραπευτεί με το όμοιο. Δεν είναι διόλου απίθανο ο Ιπποκράτης ή άλλοι ιατροί της αρχαίας Ελλάδος να χρησιμοποιούσαν ομοιοπαθητικά φάρμακα, δηλαδή ισχυρά φάρμακα αραιωμένα σε τέτοιο βαθμό που να μην είναι τοξικά, αλλά να προκαλούν συμπτώματα όμοια με τη νόσο και με τον μηχανισμό αυτό να την θεραπεύουν.
Monday, May 4, 2009
H διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων
Άγνωστα επίσης ήταν στους προγόνους μας και γενικά στους Μεσογειακούς λαούς, το ρύζι, η ζάχαρη, το καλαμπόκι, ο καφές, οι ντομάτες και τα ζαρζαβατικά (μελιτζάνες, πιπεριές, μπάμιες) τα πορτοκάλια και τα λεμόνια, το κακάο και διάφορα μπαχαρικά, τα ποικίλα ποτά, ακόμη και το ούζο- αφού φαίνεται να αγνοούσαν τον τρόπο της απόσταξης- τα ζυμαρικά, και ένα πλήθος από διάφορα αγαθά, που κατακλύζουν σήμερα τις αγορές μας.
Αλλά, παρ’ όλες τις ελλείψεις τόσων βασικών αγαθών, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν καλοφαγάδες.
Στα συμπόσιά τους τα τραπέζια ήταν βαρυφορτωμένα και το κρασί έρεε άφθονο.
Σ’ ένα πλούσιο δείπνο (περίπου τον 5ο π.Χ. αιώνα) μπορούσε κανείς να δει τυρί της Αχαΐας, σύκα και μέλι της Αττικής, «αίθοπα οίνο» από τη Χίο και τη Λέσβο, θαλασσινά από τις πλούσιες ακτές της Εύβοιας, δαμάσκηνα από τη Δαμασκό της Συρίας, κριθαρένιο ψωμί από την Πύλο, φάβα ή ζωμό από μπιζέλια, τηγανίτες βουτηγμένες στο λάδι και γαρνιρισμένες με μέλι, τυρί αλογίσιο, που έτρωγαν μόνο οι «πολεμοχαρείς», βραστούς βολβούς, ραπάνια για να φεύγει το μεθύσι και βέβαια τις πίτες της Αθήνας, καύχημα της πόλης, παραγεμισμένες με τυρί, μέλι και διάφορα «νωγαλεύματα».
Όλα αυτά τα εδέσματα της Αρχαίας Ελλάδας και ο «τρόπος» διατροφής των αρχαίων Ελλήνων προσελκύουν αρκετούς ανθρώπους της εποχής μας να αναζητούν λεπτομέρειες για την καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων.
Λιτοδίαιτοι και Καλοφαγάδες.
Αν και υπήρχαν κάποιοι Έλληνες που στα συμπόσιά τους και γενικότερα η τροφή τους αποτελούνταν από ποικίλα εδέσματα, η Αθήνα και γενικότερα η Αρχαία Ελλάδα αντιμετώπιζε πάντα ένα μεγάλο πρόβλημα: την φτώχεια, η οποία είχε γίνει παντοτινός σύντροφος των Αρχαίων Ελλήνων.
Το άγονο έδαφος της Ελλάδας, η δυσκολία στις συγκοινωνίες και βέβαια οι πολύχρονοι πόλεμοι είχαν όπως ήταν φυσικό μεγάλη επίπτωση και στη διατροφή των αρχαίων.
Σ’ αυτό συντελούσε και η περιορισμένη παραγωγή της ελληνικής γης.
Η Αττική ήταν πολύ «λεπτόγεως» (άπαχη γη) και εξαιτίας του μεγάλου προβλήματος του νερού η παραγωγή της ήταν αρκετά μικρή. Τα κύρια γεωργικά προϊόντα της αρχαίας Ελλάδας ήταν το κριθάρι, το σιτάρι, το κρασί, το λάδι και οι ελιές. Στην Αττική έβγαινε επίσης μέλι και σύκα που ήταν το πιο εκλεκτό φρούτο για τους αρχαίους.
Το λάδι το χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για τα φαγητά τους, αλλά και για το φωτισμό, για την παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών και ήταν απαραίτητο για τους αθλητές, που το άλειφαν στα κορμιά τους στις παλαίστρες.
Οι Αθηναίοι ήταν οι διασημότεροι για την ολιγοφαγία τους, γι’ αυτό βγήκε και η έκφραση «αττικηρώς ζην».
Γενικά όμως οι αρχαίοι ήταν λιτοδίαιτοι, γι’ αυτό και είχαν αυτοχριστεί «μικροτράπεζοι» και «φυλλοτρώγες».
Ο πολύτιμος άρτος των Αρχαίων.
Τα δημητριακά αποτελούσαν την κύρια βάση της διατροφής για τους αρχαίους. Αλλά τόσο το σιτάρι όσο και το κριθάρι δεν ήταν σε αφθονία για τους Αθηναίους, έτσι αναγκάζονταν να το εισάγουν από άλλα μέρη.
Το αλεύρι από κριθάρι, ζυμωμένο σε γαλέτες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό ψωμί και ονομαζόταν μάζα.
Στη ζύμη του ψωμιού έβαζαν διάφορα καρυκεύματα, όπως μάραθο, δυόσμο και μέντα ακόμη, για να πάρει το ψωμί μια διαφορετική νοστιμάδα. Και φυσικά, έβαζαν το απαραίτητο αλάτι.
Γνωστές επίσης ήταν και οι λαγάνες.
Και οι Αθηναίοι φουρνάρηδες είχαν καλή φήμη, για τα γλυκίσματα και τις πίτες τους.
Οι αρχαίοι εκτιμούσαν πολύ περισσότερο από εμάς σήμερα την ύπαρξη του ψωμιού, και θεωρούσαν πως η μεγάλη ποικιλία του ψωμιού ήταν πολυτέλεια, αφού συνήθιζαν να τρώνε μόνο ένα κομμάτι κριθαρένια μπομπότα.
Εδέσματα και συνταγές.
Οι αρχαίοι Έλληνες φρόντιζαν στα γεύματα και στα δείπνα τους, τα τραπέζια να είναι πλούσια. Αποτελούνταν συνήθως από ψωμί, γλυκίσματα, φρούτα, ελιές, πίτες, κρέατα και χορταρικά. Φυσικά και από άφθονο κρασί.
Από τα όσπρια, γνωστά στους αρχαίους ήταν τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβύθια ( που τα προτιμούσανε ψημένα), τα μπιζέλια και τα κουκιά, που τα έτρωγαν, συνήθως, σε πουρέ (έτνος).
Οι Αθηναίοι συνήθιζαν να έχουν στα σπίτια τους μεγάλη ποικιλία τροφών όπως ψωμί, λουκάνικα, σύκα, γλυκίσματα, μέλι, τυρί, τρυφερά χταπόδια, τσίχλες, σπουργίτια και άλλα πολλά.
Ένα σπίτι όμως με τόσα αγαθά θα ξεπερνούσε και τα σημερινά σούπερ-μάρκετς.
Ένα από τα πιο απαραίτητα αγαθά σ’ ένα σπίτι ήταν το λάδι. Κάτι που, όπως σημειώσαμε, ήταν απαραίτητο και στις παλαίστρες, για ν’ αλείφουν οι αθλητές τα κορμιά τους.
Φημισμένα ήταν τα λάδια της Σάμου και της Ικαρίας.
Οι αρχαίοι συνήθιζαν να βγάζουν λάδι από άγουρες ελιές, που το προτιμούσανε στις σαλάτες τους. Επίσης από τα αμύγδαλα και τα καρύδια έβγαζαν ένα είδος λαδιού, καλό για τα γλυκίσματά τους.
Από τα απαραίτητα επίσης στο καθημερινό τραπέζι των αρχαίων ήταν το γάλα και το τυρί, που ήταν όμως δύο σπάνια αγαθά. Μάλιστα οι διαιτολόγοι συνιστούσαν, για τους αθλητές, το μαλακό τυρί.
Πολλές φορές για να πήξει καλά το τυρί, έβαζαν μέσα στο γάλα, που έβραζε, ένα κωνοροειδές φυτό, κνήκον ή οκνήκος.
Φυσικά, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια ήταν στο καθημερινό μενού. Ορισμένοι όμως θεωρούσαν αυτό το είδος διατροφής χωριάτικο (όπως το ίδιο γίνεται και σήμερα, στις μέρες μας, κάποιοι περιφρονούν πολύτιμες τροφές για τη ζωή μας, μόνο και μόνο από το άκουσμά τους, την εμφάνισή τους αλλά και την «διασημότητά» τους).
Από τα εκλεκτότερα εδέσματα ήταν οι κοχλιοί, τα σαλιγκάρια, που τα έτρωγαν οι Κρητικοί.
Τα μικρά πουλιά, σπίνους, τσίχλες, ακόμη και τους λαγούς, αφού τα ψήνανε, τα διατηρούσανε μέσα σ’ ευωδιαστό λάδι. Μάλιστα, το παραγεμίζανε με διάφορα καρυκεύματα, κάτι που συνηθίζεται και σήμερα στα χωριά της Μάνης.
Για τους φτωχούς ανθρώπους οι σούπες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό φαγητό. Έτρωγαν βέβαια και ψαρόσουπες, που η πλούσια όμως τάξη της απέφευγε!
Ένας ζωμός που ευχαριστούσε ιδιαίτερα τον Ηρακλή ήταν ο ζωμός από μπιζέλια.
Στα χορταρικά έριχναν μια σάλτσα φτιαγμένη από λάδι, δριμύ ξύδι, διάφορα καρυκεύματα, ακόμη και μέλι.
Τα θαλασσινά που προτιμούσε ο λαός, ήταν οι σαρδέλες του Φαλήρου, το πιο συνηθισμένο θαλασσινό, μαζί με κριθαρένιο ψωμί. Αντίθετα, τα χέλια, ήταν πανάκριβα, περίπου τον 5ο αι. π.Χ.
Οι Έλληνες έτρωγαν συχνότερα ψάρι από κρέας.
Το πιο διαδεδομένο πρωινό ρόφημα, αφού βέβαια αγνοούσαν τον καφέ, ήταν το γάλα, κυρίως το κατσικίσιο, κι ένα ανακάτεμα από χλιαρό νερό και μέλι, που προκαλούσε ιδιαίτερη ευχαρίστηση.
οι πιο περίφημες πίτες ήταν της Αθήνας, καύχημα της πόλης, και γινόταν με μέλι, τυρί και λάδι, αλλά έβαζαν μέσα και διάφορα καρυκεύματα.
Ακόμη, οι Αθηναίοι απέφευγαν να αρχίζουν το γεύμα τους ή το δείπνο με σούπα (γιατί πολύ πιθανόν να τους κοβόταν η όρεξη για φαγητό).
Αν και οι Αθηναίοι φρόντιζαν να μη λείπει τίποτα από το σπίτι τους, δηλαδή χρήσιμα αγαθά, όπως τρόφιμα, δεν πρέπει να ξεχνούμε την φτώχεια που επικρατούσε στην Ελλάδα και ήταν ο παντοτινός σύντροφος των Ελλήνων. Η έλλειψη και η ακρίβεια των τροφίμων ανάγκαζε πολλούς να μην πετάνε τίποτα από τα περισσεύματα των δείπνων.
Το σπαρτιατικό μενού δεν συγκινούσε βέβαια τους Έλληνες. Ακόμη και στις γιορτινές μέρες δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Έφτανε ένα βραστό χοιρινό, λίγο κρασί και καμιά πίτα γλυκιά για να ενθουσιάσει τους Σπαρτιάτες, που το καθημερινό τους ήταν μια κούπα από «μέλανα ζωμό» κι ένα κομμάτι ψωμί.
Αλλά ελάχιστοι μπορούσαν να αντέξουν τη σπαρτιατική λιτότητα. Γι’ αυτό και οι Σπαρτιάτες, πολύ πιθανόν να φάνταζαν ήρωες μπροστά σε κάποιους άλλους Έλληνες και συγκεκριμένα Αθηναίους που ήθελαν να ζουν μέσα στην πολυτέλεια και να μην λείπει κανένα είδος τροφής και ποτού από τα σπίτια τους.
Λαχανικά και όσπρια.
Τα λαχανικά στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στην αρχαία Αθήνα, ήταν σε σπουδαία ζήτηση, κι όχι μόνο για τους οπαδούς του Πυθαγόρα, που τα προτιμούσαν, μια κι απέφευγαν να τρώνε όσα έχουν ζωή.
Ο Πλάτων, στην ιδιωτική του ζωή ακολουθούσε την «πυθαγόρειο δίαιτα». Που ήταν μια καθαρή χορτοφαγία κι έδειχνε ευχαριστημένος τρώγοντας λαχανικά. Πίστευε πως η δίαιτα, είναι η πηγή της υγείας και των καλών ηθών, δύο παραγόντων που κάνουν τα κράτη υγιή και ρωμαλέα, υλικώς, ηθικώς και ψυχικώς.
Οι αρχαίοι Αθηναίοι όμως δύσκολα θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τις «φυτοφαγικές» οδηγίες του Πλάτωνα αφού τα λαχανικά είχαν γίνει για τους Αθηναίους από τα σπάνια αγαθά. Πολλά σπίτια όμως, κυρίως στα περίχωρα φρόντιζαν να έχουν χωράφια, κήπους, στους οποίους καλλιεργούσαν σκόρδα, κρεμμύδια, κουκιά, φασόλια, μπιζέλια, λούπινα, βολβούς, μαρούλια, αρακά, αγκινάρες, βλίτα, ρεβίθια και φακές. Τα μανιτάρια, τα μάραθα, τα σπαράγγια και διάφορα άλλα χορταρικά, τ’ αναζητούσαν στις ακροποταμιές, στα χωράφια και στις άκρες των δρόμων. Φαγώσιμες ήταν ακόμη και οι τρυφερές τσουκνίδες.
Φυσικά, είχαν σέλινο, άνηθο και δυόσμο, για να «καρυκεύουν» τα φαγητά τους. Μάλιστα στους αγώνες της Νεμέας γινόταν στεφάνωμα με σέλινο.
Τα σκόρδα, ακόμη, ήταν απαραίτητα για τους αρχαίους αφού ήταν συμπλήρωμα για κάθε σαλάτα τους. Όπως επίσης και τα κρεμμύδια.
Γενικά τα χορταρικά τα σερβίρανε με μια σάλτσα φτιαγμένη από λαδόξυδο και διάφορα καρυκεύματα.
Οπωσδήποτε η απουσία της ντομάτας στερούσε πολλά από την Αθηναία νοικοκυρά. Τα μανιτάρια όμως, αν και ήταν νοστιμότατα και περιζήτητα, όλοι τα φοβούνταν για το δηλητήριό τους.
Παρόλα αυτά, ένα περιβολάκι γεμάτο με δέντρα και λαχανικά ήταν όνειρο για τους αρχαίους.
Οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται να αγαπούσαν τα λαχανικά και γι’ αυτό να λαχταρούσαν να έχουν στο σπίτι τους ένα λαχανόκηπο. Βέβαια, αν θεωρήσουμε πως είναι αληθές αυτό που παρατήρησαν κάποιοι για το λαχανόκηπο του Αττάλου (πως, δηλαδή ενδιαφερόταν για τη δραστικότητα των φυτών), θα καταλάβουμε πως οι αρχαίοι δε λαχταρούσαν να έχουν στο σπίτι τους όλοι ένα λαχανόκηπο για τον ίδιο λόγο. Κάποιοι, -οι περισσότεροι- τους χρειάζονται για να τραφούν από αυτούς και να ζήσουν και άλλοι για να σκοτώσουν.
Βέβαια, τα λαχανικά ήταν απαραίτητα για τη ζωή τους.
Νωγαλεύματα-μπαχαρικά. Νωγαλεύματα έλεγαν οι αρχαίοι τα γλυκά φαγητά και γενικά κάθε λιχουδιά.
Οι Έλληνες φαίνεται να έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στα αρτύματα και στα διάφορα καρυκεύματα, που έδιναν πικάντικες γεύσεις στα φαγητά τους. Έτσι ένα σπίτι της Αθήνας φρόντιζε, να έχει πάντα στα ράφια του, αλάτι (άλας), ρίγανη (ορίγανο), ξύδι (όξος), θυμάρι (θύμον), σουσάμι (σύσαμο), σταφίδες, κάππαρη, αυγά, αλίπαστα, κάρδαμο, συκόφυλλα, κύμινο, ελιές, σίλφιο, πετιμέζι, σκόρδα και διάφορα άλλα.
Ένα μενού με ορεκτικά και γλυκίσματα που θα ενθουσίαζε και τους σημερινούς καλοφαγάδες.
Ένα γλύκισμα τους ήταν βέβαια οι μελόπιτες, τις οποίες, έλεγαν γενικά «μελιτούττα». Σε προτίμηση όμως είχαν κι ένα γλύκισμα από λιναρόσπορους και μέλι, τη «χρυσόκολλα». Ένα άλλο γλύκισμα που λεγόταν «έκχυτο» φτιαχνόταν από αλεύρι και τυρί ψημένο, μέσα σε καλούπια και ήταν περιχυμένο με κρασί μελωμένο.
Επίσης ένα άλλο γλύκισμα γινόταν με αλευρωμένο γάλα, που, όταν έμπαινε σε ειδικά κύπελλα, γαρνιρόταν με μέλι και πασπαλιζόταν με σουσάμι.
Οπωσδήποτε όμως τα πιο συνηθισμένα γλυκίσματα ήταν οι γαλατόπιτες.
Από τα καρυκεύματα, το πιο περιζήτητο αλλά και το πιο σπάνιο ήταν το μαύρο πιπέρι. Επίσης στόλιζαν τα φαγητά τους με σμύρνα, κάππαρη, ρίγανη, δυόσμο, κύμινο και διάφορα άλλα.
Όμως εκείνοι οι έμποροι που τολμούσαν να φέρουν στην Αθήνα πιπέρι ή άλλα μπαχαρικά, από τις αγορές της Ανατολής, κινδύνευαν να κατηγορηθούν σαν κατάσκοποι του βασιλιά των Περσών.
Αφού παρατηρείται ακόμη πως το πιπέρι είναι ξενικό όνομα, γιατί κανένα ελληνικό όνομα, εκτός από το μέλι, δεν τελειώνει σε «ι».
Παρόλα αυτά όμως βλέπουμε πως οι Έλληνες έχουν πλούτο μπαχαρικών και γλυκισμάτων.
Το Μέλι. Μια και η ζάχαρη ήταν άγνωστη στους αρχαίους, το μέλι ήταν κάτι από τα απαραίτητα για την καθημερινή διατροφή τους και βέβαια για τα γλυκίσματά τους που ήταν αγαπητά σε όλους.
Το μέλι ήταν γι’ αυτούς θείο δώρο, αφού πίστευαν πως έπεφτε από τον ουρανό, με την πρωινή δροσιά, πάνω στα λουλούδια και στα φύλλα και από εκεί το μάζευαν οι μέλισσες.
Την άποψη αυτή, σήμερα θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε αφελή, τότε όμως το μέλι ήταν τόσο πολύτιμο και απαραίτητο γι’ αυτούς, που κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφθεί κάτι τέτοιο.
Τις θρεπτικές ιδιότητες του μελιού, δεν τις αγνοούσε φυσικά κανένας, γι’ αυτό, σε κάθε περίπτωση, όλο έπαινοι ακούγονταν. Κι εξυμνούσαν, κυρίως, το μέλι της Αττικής, το περίφημο θυμαρίσιο μέλι. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως μόνο στην Αττική υπήρχε μέλι.
Η μελισσοκομία ανθούσε σε πολλά μέρη, στα νησιά και στην Αίγυπτο.
Το μέλι ήταν τόσο σημαντικό για τους αρχαίους, που αρκετές φορές γέμιζαν μεγάλους αμφορείς με αυτό και τ’ ανακάτευαν με κρασί για να κάνουν τις σπουδές, τόσο στους θεούς που τιμούσαν, όσο και στις ψυχές των νεκρών.
Καταλαβαίνουμε έτσι, μετά από αυτό, πόσο πολύτιμη θεωρούσαν την αξία του.
Τα φρούτα. Η αγάπη των αρχαίων για τα φρούτα θεωρείται φυσικά αναμφισβήτητη, αφού ήταν απαραίτητα για τη διατροφή τους. Για να υπάρχουν όμως τα φρούτα απαραίτητο ήταν το γλυκό μεσογειακό κλίμα που ευνοούσε την ανάπτυξη όλων σχεδόν των δέντρων.
Παρόλα αυτά, ορισμένα φρούτα, όμως, όπως είναι τα πορτοκάλια, τα βερίκοκα, τα μανταρίνια, τα ροδάκινα, τα τζάνερα και άλλα ήταν άγνωστα στο διαιτολόγιο των αρχαίων. Έτσι η πληθώρα των φρούτων, που κατακλύζουν σήμερα τις αγορές, ήταν βέβαια κάτι το αδιανόητο για αυτούς. Από τα πιο περιζήτητα φρούτα ήταν βέβαια τα σταφύλια, αλλά όσοι τα καλλιεργούσανε τα βλέπανε περισσότερο σαν κρασί.
Το πιο αγαπημένο φρούτο των αρχαίων ήταν όμως τα σύκα. Και τα πιο περίφημα ήταν τα σύκα της Αττικής, κάτι που ύμνησαν αρκετοί. Η αγάπη και η εκτίμηση των αρχαίων για τα σύκα ασφαλώς μας εντυπωσιάζει, αφού πολλοί ποιητές και συγγραφείς έχουν αναφερθεί με πολύ μεγάλο θαυμασμό σ’ αυτά.
Τα σύκα υπήρχαν σε αφθονία και σε μεγάλη, για εκείνη την εποχή, ποικιλία. Τα πιο γνωστά ήταν τα χελιδώνια σύκα, οι αγριοσυκιές γενικά, οι λευκοαγριοσυκιές, οι φιβαλέους και οι οπωροβασιλίδας. Γνωστά επίσης ήταν τα ασπρόσυκα τα οποία τα έλεγαν «λευκερινεά» και μερικά που είχαν ξινή γεύση «οξάλια». Το σύκο ήταν τόσο αγαπητό στους αρχαίους αλλά και στους απογόνους τους, που έχουν πάρει το όνομα του αρκετά χωριά στην εποχή μας.
Τα κρασιά. Το κρασί ήταν κάτι το απαραίτητο στα γεύματα των αρχαίων και βέβαια στα συμπόσια, όπου έρεε άφθονο. Όμως δεν έπιναν το κρασί όπως εμείς, αλλά νερωμένο, όχι μόνο με γλυκό αλλά και με θαλασσινό νερό, αφού απέφευγαν να το πίνουν, όπως φαίνεται, ανέρωτο (άκρατος οίνος, όπως το έλεγαν). Βέβαια, έδιναν μεγάλη σημασία στην αναλογία του νερού με το κρασί αφού τους ήταν πολύ αγαπητό και δεν έπρεπε να γίνει κανένα απολύτως λάθος. Η αναλογία λοιπόν με το νερό ήταν, συνήθως, στο μισό ή τρία μέρη νερό και δύο κρασί. Το νερό, ανάλογα με την εποχή, ήταν χλιαρό ή κρύο. Μερικές φορές έριχναν μέσα και παγάκια, που τα έφερναν από τα βουνά και τα διατηρούσανε μέσα σε άχυρα.
Βέβαια, το παγωμένο κρασί ήταν μια πολυτέλεια. Τα δροσερά πηγάδια, έτσι, ήταν σχεδόν απαραίτητα αφού χρησίμευαν, φυσικά, για ψυγεία και τα καλά σπίτια φρόντιζαν να έχουν τους ειδικούς κάδους (ψυκτήρες) όπου έβαζαν και χιόνι για να παγώνει, όχι μόνο το κρασί αλλά και το νερό.
Οι αρχαίοι, ακόμη, έβαζαν συχνά μέσα στα κρασιά τους και διάφορα αρώματα, όπως θυμάρι, μέντα, γλυκάνισο, δεντρολίβανο, μυρτιά, ακόμη και μέλι, αλλά ποτέ ρετσίνη. Ένα τόσο ευωδιαστό κρασί έπαιρνε και το χαρακτηριστικό του όνομα, το έλεγαν «τρίμα».
Ακόμη, έφτιαχναν το κρασί με διαφορετικούς τρόπους, από τους σημερινούς, γεγονός που δείχνει πόσο εξελίχθηκε με τα χρόνια η παρασκευή του κρασιού.
Ο τρύγος λοιπόν γινόταν με συνοδεία αυλού που ρύθμιζε τις κινήσεις κι ήταν, όπως άλλωστε και σήμερα, ένα πολυήμερο πανηγύρι.
Τα σταφύλια τα έβαζαν σε μέρος που να τα βλέπει καλά ο ήλιος, για να φύγει το νερό που είχαν μέσα τους. Ύστερα τα πατούσαν, πάλι με χορούς και τραγούδια, κι άφηναν το μούστο να βράσει πέντε μέρες, μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι, τοποθετημένο σε σκιερό μέρος. Κατόπιν μάζευαν το γλυκό υγρό απ’ τον αφρό, που ήταν γεμάτο ζάχαρη, κι αποθήκευαν το μούστο σε πιθάρια που, πολλές φορές, τα έβαζαν μέσα στη γη. Τα σκέπαζαν και περίμεναν να μπει για καλά ο χειμώνας, για να τ’ ανοίξουν. Αρκετοί πάντως είχαν την υπομονή να περιμένουν μέχρι την άνοιξη, οπότε το κρασί ψηνόταν καλύτερα.
Ο τρύγος ήταν ένα από τ’ αγαπημένα θέματα για πολλούς αρχαίους. Αρκετοί συγγραφείς έχουν αφιερώσει στίχους και σ’ αυτόν.
Οι Αθηναίοι πάντως φρόντιζαν ν’ ανοίγουν τα πιθάρια τους την πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων, και ο κάθε νοικοκύρης, με το πρώτο κιόλας ποτήρι, έκανε σπονδή στο Διόνυσο, τον αγαπητό τους θεό, του κρασιού.
Ο κάθε τόπος στην αρχαία Ελλάδα είχε και το δικό του τρόπο παρασκευής του κρασιού.
Για να διατηρήσουν το μούστο, όμως, όλοι έριχναν μέσα και νερό αλατισμένο, όπως και διάφορα αρώματα. Και πολλές φορές έψηναν το μούστο σε σιγανή φωτιά.
Στη ρόδο και στην Κω όμως έβαζαν μέσα στο μούστο θαλασσινό νερό, γιατί πίστευαν ότι το κρασί που θα γίνει μ’ αυτό τον τρόπο δεν θα φέρει εύκολα τη μέθη και θα είναι πιο εύκολο στη χώνεψη.
Η μέθοδος αυτή έγινε αιτία να υποστηριχθεί, από κάποιους αρχαίους συγγραφείς, ότι, κατά το μύθο «φυγή του Διονύσου» στη θάλασσα σήμαινε κι ένα τρόπο οινοποιίας, που ήταν γνωστός από παλιά. Δηλαδή, η ανάμειξη του γλεύκους (μούστου), που εκπροσωπείται από το θεό Διόνυσο ή Βάκχο, με το θαλασσινό νερό.
Πολλοί μάλιστα -όπως ο Όμηρος- επαινούν και το κρασί του Μάρωνος από τη Θράκη γιατί βάζουν μέσα πολύ νερό.
Στην αρχαία Ελλάδα όμως τα γνωστότερα είδη κρασιού ήταν τέσσερα. Το άσπρο, το κιτρινωπό, το μαύρο και το κόκκινο.
Το άσπρο κρασί ήταν το ελαφρότερο, αρκετά χωνευτικό και διουρητικό, το κιτρινωπό, προς το ξανθό, είχε πιο ξινή γεύση, ενώ το μαύρο και το κόκκινο, που συνήθως είχαν γλυκιά γεύση, ήταν και τα πιο περιζήτητα.
Φυσικά τα παλιά κρασιά ήταν και τα καλύτερα, όπως άλλωστε και σήμερα. Γενικά πάντως πιστεύανε ότι όσο πιο παλιό είναι ένα κρασί τόσο πιο χωνευτικό και πιο ελαφρύ είναι.
Η αγάπη των αρχαίων για το κρασί ήταν μεγάλη, έτσι φρόντιζαν να υπάρχει τις περισσότερες φορές στο τραπέζι τους. Συγκεκριμένα πριν από το δείπνο ή το γεύμα, οι αρχαίοι ανακάτευαν το κρασί με το νερό σ’ ένα μεγάλο αγγείο, τον κρατήρα. Και οι δούλοι έπαιρναν το κρασί απ’ τον κρατήρα με μακριές κουτάλες, πήλινες, ξύλινες ή μεταλλικές, αλλά και με μια κανάτα μπορούσαν να γεμίσουν τα κύπελλα ή ποτήρια των καλεσμένων σε ένα τραπέζι.
Το κρασί αφού ήταν τόσο αγαπητό στους αρχαίους χρησίμευε βέβαια και για τις σπουδές, στις διάφορες θρησκευτικές τελετές. Μερικές φορές όμως η λατρεία ορισμένων θεοτήτων απέκλειε το κρασί, οπότε οι σχετικές σπουδές γίνονταν ακόμη και με γάλα! Είχαν όπως φαίνεται και τις προλήψεις τους όταν έπιναν ή χρησιμοποιούσαν το κρασί.
Το γεγονός όμως ότι οι Έλληνες αγαπούσαν τόσο πολύ το κρασί εξηγεί το λόγο για τον οποίο υπήρχαν τόσοι σπουδαίοι κρασότοποι στην Ελλάδα.
Το κυνήγι. Το κυνήγι, κυρίως με τα τόξα, το αγαπούσαν όλοι οι... πολεμιστές, αφού ήταν άφθονο στην αρχαία εποχή και υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις όπου δεν πατούσε ανθρώπινο πόδι.
Τα δολώματα που χρησιμοποιούσαν ήταν κυρίως μικρά πιτσούνια και τυφλωμένα περιστεράκια!
Οι αρχαίοι έτρωγαν όχι μόνο τα περιστέρια αλλά όλα τα πετούμενα, ακόμη και τα μικρά σπουργίτια, εκτός απ’ τα κοράκια, με το σκληρό και στυφό κρέας τους. Απέφευγαν όμως να τρώνε και τα ορτύκια, αφού τα φυλάγανε για τις αξιολάτρευτες ορτυκομαχίες τους μια και το χρήμα είχε και αυτό την τιμητική του θέση στην κοινωνία.
Τα προϊόντα του κυνηγιού ήταν ακόμη, κυρίως, τσίχλες, συκοφάγοι, κοτσύφια, πέρδικες, ψαρόνια, αγριόπαπιες, χήνες κ.λ.π.
Αλλά από τα πιο ζηλευτά θηράματα ήταν οι αγριόχοιροι, τα ελάφια και τα ζαρκάδια, που ζούσαν τότε σ’ όλα τα ελληνικά βουνά.
Τέλος, τα αγαθά του κυνηγιού θεωρούνταν βέβαια από τους αρχαίους ως τα πιο νόστιμα.
Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων όπως φαίνεται ήταν πλήρης αν αναλογιστούμε τις τροφές που υπήρχαν τότε. Και οι Έλληνες δείχνουν να ήταν περισσότερο καλοφαγάδες παρά λιτοδίαιτοι, αφού στα συμπόσια τους τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, τα τραπέζια ήταν γεμάτα από πλήθος διαφόρων τροφών, και γευμάτων.
Εξάλλου, οι αρχαίοι έλεγαν πως ένα υγιές και καλό μυαλό πρέπει να βρίσκεται μέσα σε ένα υγιές σώμα. Δηλαδή όσο σημαντικό θεωρούσαν την πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου, τόσο σημαντικό θεωρούσαν και την καλή και σωστή διατροφή του.
Η εργασία αυτή με βοήθησε αρκετά να μάθω περισσότερα απ’ όσα γνώριζα για το διαιτολόγιο των προγόνων μας. Ήταν για μένα αρκετά σημαντική αφού μου πρόσφερε αρκετές πληροφορίες και γνώσεις για τη ζωή, γενικά, των αρχαίων Ελλήνων.
Και, πραγματικά, γνώρισα καλύτερα όχι μόνο τις διατροφικές επιλογές των αρχαίων Ελλήνων αλλά και τον τρόπο ζωής τους, γιατί πιστεύω πως μέσα από τη διατροφή κάποιου λαού μπορείς να καταλάβεις, λιγότερο ή περισσότερο, και τις καθημερινές του συνήθειες.
Πηγή: e-telescope.gr